patari.org Αρχική σελίδα patari.org
Χώρος συζήτησης της πατριωτικής αριστεράς
 
 Συχνές ΕρωτήσειςΣυχνές Ερωτήσεις   ΑναζήτησηΑναζήτηση   Κατάλογος ΜελώνΚατάλογος Μελών   Ομάδες ΜελώνΟμάδες Μελών   ΕγγραφήΕγγραφή 
 ΠροφίλΠροφίλ   Συνδεθείτε, για να ελέγξετε την αλληλογραφία σαςΣυνδεθείτε, για να ελέγξετε την αλληλογραφία σας   ΣύνδεσηΣύνδεση 

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 
Δημοσίευση νέας  Θ.Ενότητας   Αυτή η Θ.Ενότητα έχει κλειδώσει, δεν μπορείτε να απαντήσετε ή να τροποποιήσετε συζήτηση σ' αυτή    patari.org Αρχική σελίδα -> Πολιτική συζήτηση
Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας :: Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας  
Συγγραφέας Μήνυμα
απελάτης.
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Ιούλ 17, 2013 7:01 pm    Θέμα δημοσίευσης: ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Λίγα για την προϊστορία της μισθωτής δουλείας

Οι προσγειωμένοι, οι ρεαλιστές, που δεν παρασύρονται από φαντασιώσεις είναι πεπεισμένοι ότι σ’ αυτή τη γη υπήρχαν πάντα πλούσιοι και πτωχοί ή για να το πούμε αλλιώς υπήρχαν ανέκαθεν αφεντικά με εργάτες στην δούλεψη τους. Έτσι έπλασε τον κόσμο ο καλός θεούλης! Η διαφορά προέκυψε από το «προπατορικό αμάρτημα». Δάγκωσε ο Αδάμ το μήλο και η θεϊκή κατάρα έπεσε στην κεφαλή του ανθρώπινου γένους, να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του και έτσι συμβαίνει από τότε. Μόνο που για μια μικρή κατηγορία η κατάρα έπιασε κάπως διαφορετικά. Σ’ αυτήν δεν ιδρώνει το πρόσωπο αλλά μόνο ο πισινός της, από το καθισιό.

Στο σχολείο, σε όλες τις βαθμίδες, από το δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο, κανείς δεν μας εξήγησε από που και γιατί πρόκυψε αυτή η διαφορά. Μας είπαν απλώς ότι η σωφροσύνη και η σκληρή δουλειά είναι τα μόνα μέσα πλουτισμού. Αντίθετα οι κουτόμυαλοι και οι ακαμάτηδες μένουνε φτωχοί και έτσι αναγκασμένοι για να ζήσουν να πουλούν το τομάρι τους στους έντιμους και προκομμένους.

Για την παιδεία μας δεν υπήρξε τίποτε πριν από το δίπολο που συνηθίσαμε να το αποκαλούμε κεφάλαιο απ’ την μια πλευρά και εργασία απ’ την άλλη. Οι έρευνες κάποιου Δαρβίνου και τα συμπεράσματά του για την φυσική επιλογή και για τον ρόλο της εργασίας στην ανθρωποποίηση του πιθήκου είναι πάντα θέματα ταμπού για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Κώστα Κριμπά, αποτελέσματα έρευνας διαπιστώνουν άγνοια την οποία συντηρεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα: «Σήμερα -λέει- μπορεί θεωρητικά να έχει κάποιος τελειώσει το Λύκειο και να μην έχει ακούσει τίποτα για τη θεωρία της εξέλιξης!» Και πίσω απ’ την σκοταδιστική πρακτική, όπως βεβαιώνει ο κ. Κριμπάς βρίσκεται η πίεση της Εκκλησίας. Αν και όχι μόνο της Εκκλησίας θα συμπληρώναμε εμείς… Το πολιτικό κατεστημένο έχει εξίσου σοβαρούς λόγους να συντηρεί την ιδέα ότι η ζωή στο πλανήτη επαναλαμβάνει βαρετά τους ίδιους πάντα κύκλους. Αυτό που επιστήμονες αποκαλούν σπειροειδή εξέλιξη της φύσης, του ανθρώπου και της κοινωνίας είναι πλάσμα φαντασίας.

Και όταν έτσι αντιμετωπίζεται ο Κάρολος Δαρβίνος, ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη του Αμερικάνου ανθρωπολόγου και εθνολόγου του 19ου αιώνα, Λιούις Χένρι Μόργκαν και της έρευνας για την Αρχαία Κοινωνία. Οι εκπρόσωποι της «προϊστορικής» επιστήμης στην Ελλάδα τον έχουν παραδώσει στην αιώνια άγνοια. Και με πολύ περισσότερο ζήλο αποσιωπούν το ανεπανάληπτο έργο του Φρ. Ένγκελς «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», που βασίστηκε στην έρευνα και τα συμπεράσματα του Μόργκαν. Ο πολίτης πρέπει να πιστεύει ότι η κοινωνική οργάνωση του ανθρώπου, παρά κάποια προσωρινά πισωγυρίσματα, βελτιώνεται βέβαια συνεχώς αλλά μόνο ποσοτικά. Δεν γνώρισε ποτέ ποιοτικά άλματα, ρήξεις με προûπάρχουσες κοινωνικές μορφές οργάνωσης, ανάλογες μ’ αυτές που διαπιστώνει στον τομέα της η επιστήμη της φυσικοχημείας.

Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε την γνώμη: «Πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει στην ιστορία της ανθρωπότητας, όμως πλούσιοι και φτωχοί, αφεντικά και εργάτες υπήρχαν πάντα». Ωστόσο, τα τελευταία 250 χρόνια οι ερευνητές της προϊστορίας μας υπολογίζουν ότι ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος υπάρχει εδώ και κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Σήμερα δε, με την μέθοδο του DNA, είναι δυνατό να αντλήσουμε γενετικές πληροφορίες για την βιολογική ανάπτυξη όλων των κυτταρικών μορφών ζωής. Σχετικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος υπήρχε στην Αφρική (ίσως και αλλού) πριν από 200.000 χρόνια, τουλάχιστον! Άρα ο προϊστορικός άνθρωπος, αυτός που γνωρίζουμε ότι ζούσε αναγκαστικά για την αυτοπροστασία του επάνω σε δέντρα και αργότερα σε σπήλαια, δεν θα μπορούσε σε αυτές τις συνθήκες οι μικρές του κοινότητες του να ήταν διαιρεμένες σε τάξεις με αφεντικά και δούλους. Αντίθετα μοιράζονταν συντροφικά οι εργασίες που ήταν απαραίτητες για την επιβίωση των κοινοτήτων, πρώτα ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα και μετά ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας και αυτό το έκαναν για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ακόμα και σήμερα συναντώνται υπολείμματα τέτοιων συντροφικών κοινοτήτων σε περιοχές του Αμαζονίου και σε νησιά του Ειρηνικού.

Σε σχέση με τα 200.000 χρόνια ιστορίας των κοινοτικών μορφών οργάνωσης που προηγήθηκαν, το φαινόμενο των τελευταίων 3.500 χρόνων ταξικής διαίρεσης, εκμετάλλευσης και βάρβαρης καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο, δεν αντιπροσωπεύει στην διαδρομή του ανθρώπινου γένους τίποτε περισσότερο από ένα ασήμαντο επεισόδιο. Σε κάποια πολύ προχωρημένη φάση της εξέλιξης, μετά από δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, κατά την μετάβαση από την προϊστορία στον πολιτισμό εμφανίστηκε το φαινόμενο της δουλείας. Όχι τυχαία αλλά επειδή είχαν δημιουργηθεί οι προûποθέσεις για αυτή την νέα δομή κοινωνικής οργάνωσης. Οι πρώτες μεγάλες τεχνολογικές ανακαλύψεις επέτρεψαν στον άνθρωπο να πραγματοποιήσει άλματα στην αύξηση της παραγωγικότητας. Δεν έφτιαχνε πλέον εργαλεία και όπλα από πέτρες και ξύλα. Ανακάλυψε τα μέταλλα και τα χρησιμοποίησε ανάλογα με τις ιδιότητες τους. Τον χαλκό, τον ορείχαλκο (κράμα χαλκού και ψευδάργυρου), τον σίδηρο στα 1.200 π.Χ., το κράμα σίδηρου και νικελίου, την μέθοδο ενανθράκωσης του σίδηρο που τον κάνει σκληρό και ανθεκτικό στις τριβές, έκανε δυνατή την κατασκευή χαλύβδινων όπλων αλλά και εργαλείων όπως το Υνί, χάρη στο οποίο μπορούσε να οργώνει την γη και να παράγει μαζικά το στάρι, άλλα δημητριακά και οσπριοειδή, τόσο για την κατανάλωση από τον άνθρωπο αλλά και για την κτηνοτροφία.

Όταν ο άνθρωπος έγινε ικανός να παράγει πλεονάσματα, δηλαδή περισσότερα από τα απαραίτητα για την συντήρηση του τότε ακριβώς έγινε δυνατή η χρησιμοποίηση δούλων, οι οποίοι κατά κανόνα ήταν αιχμάλωτοι των πολέμων μεταξύ των φυλών και μερικές φορές αιχμάλωτοι μέσω πειρατείας. Με τα εξελιγμένα εργαλεία ο δούλος μπορούσε να παράγει τα αναγκαία για την επιβίωση του ενώ τα παραπανίσια τα ιδιοποιείται ο δουλοκτήτης. Η δουλεία μας φαίνεται σήμερα εξαιρετικά απεχθής γιατί δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι και ο σύγχρονος εργάτης δεν είναι παρά εξελιγμένη μορφή δούλου, είναι μισθωτός δούλος. Δουλεύει για τον σύγχρονο αφέντη, ο οποίος του δίνει ως «ανταμοιβή» (σε χρήμα) ένα μικρό μέρος από τον πλούτο που παράγει.

Στην αρχαιότητα η δουλεία έγινε παράγοντας προόδου. Χωρίς την δουλεία δεν θα είχε υπάρξει η αρχαία ελληνική φιλοσοφία μεγάλοι διανοητές της εποχής όπως ο μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής Πυθαγόρας, ο μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος, μηχανικός, μετεωρολόγος Θαλής ο Μιλήσιος και τόσοι άλλοι επιστήμονες των οποίων τα επιτεύγματα άνοιξαν δρόμους προόδου γι την ανθρωπότητα.

Η θέση των δούλων στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο ανθρώπινη πλην της Σπάρτης η οποία ήταν η καλύτερη για τον ελεύθερο πολίτη και η χειρότερη για τον δούλο. Πουθενά όμως η μεταχείριση του δούλου δεν ήταν τόσο κτηνώδης όσο στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στους Ρωμαίους η δουλεία έφτασε στην μεγαλύτερη ανάπτυξη. Τούτο οφείλονταν στους συνεχείς κατακτητικούς πολέμους. Η άνετη ζωή απαιτούσε μεγάλο αριθμό δούλων. Για ένα ιδιώτη 200 δούλοι δεν ήταν πολλοί. Τον 1ον αιώνα π.Χ. η εργασία των δούλων είχε εκτοπίσει τους ελεύθερους γεωργούς και μετά από λίγες δεκαετίες ο εκτοπισμός των ελεύθερων πολιτών επεκτάθηκε και στην βιομηχανία της εποχής.

Όσο όμως προόδευε η κοινωνία τόσο μεγάλωνε η δυσφορία των δούλων οι οποίοι προέρχονταν κατά κανόνα από πολιτισμούς ανώτερους του ρωμαϊκού, με αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο αντιπαραγωγικοί. Απ’ την άλλη η κτηνώδης συμπεριφορά των Ρωμαίων κυρίων τους, δημιούργησε μέγα κοινωνικό ζήτημα και οδήγησε σε σειρά αιματηρών εξεγέρσεων. Το 187 π.χ. εξέγερση δούλων συντρίφτηκε ταχέως και 7.000 βρήκαν τον θάνατο πάνω στον σταυρό! Η δεύτερη και Τρίτη εξέγερση ξέσπασε στην Σικελία. Η πρώτη κράτησε δύο χρόνια και δεύτερη, με ηγέτη τον Μακεδόνα Κλέωνα, έξη χρόνια. 20.000 πέθαναν στον σταυρό. Η επόμενη σημειώθηκε το 133 π.Χ. στην Πέργαμο με ηγέτη τον Αριστόνικο, ετεροθαλή αδελφό του βασιλιά Αττάλου. Η σπουδαιότερη όλων ξέσπασε το 73 π.Χ και λίγο έλειψε να προκαλέσει κατάρρευση της Ρώμης. Ηγέτης της ο Θρακιώτης Σπάρτακος. Μετά από δύο χρόνια νικηφόρους αγώνες στην διάρκεια των οποίων κατατροπώθηκαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες, οι δούλοι και οι ελεύθεροι αγρότες που αποτελούσαν τους στρατούς του Σπάρτακου νικήθηκαν λόγω εσωτερικών διχονοιών.

Όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία στοιχεία του νέου που πλησιάζει εμφανίζονται μέσα στο παλιό. Στις περιπτώσεις μεγάλων εδαφικών κατακτήσεων ήταν ασύμφορο αλλά και πρακτικά αδύνατο να αποσπαστούν πληθυσμοί από τις χώρες τους και να μεταφερθούν στην Ιταλία ως δούλοι. Οι Ρωμαίοι τους άφηναν να ζουν στον τόπο τους, επέτρεπαν να διατηρούν κάποια μορφή προσωπικής ελευθερίας, να φροντίζουν για την αυτοσυντήρηση των ίδιων και των οικογενειών τους, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ορισμένο χρόνο για λογαριασμό των κατακτητών. Οι υποτελείς πληθυσμοί έδιναν φόρο σε είδος, ο οποίος ήταν κατά κανόνα ανώτερος των εισοδημάτων που θα επορίζοντο οι κατακτητές αν μετέβαλαν τους κατακτημένους σε κανονικούς δούλους και αναλάμβαναν την υποχρέωση τής συντήρησης τους.

Αυτή η μορφή εκμετάλλευσης ονομάστηκε δουλοπαροικία και άρχισε να εμφανίζεται εντός των ρωμαϊκών κτήσεων πριν ακόμα την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους το 476 μ.Χ.. Οπότε η Ευρώπη εισέρχεται στην χιλιετηρίδα του Μεσαίωνα και η δουλοπαροικία επικράτησε παντού ως νέο σύστημα εκμετάλλευσης του προλεταριάτου υπό την εξουσία των γαιοκτημόνων ή φεουδαρχών ή τσιφλικάδων όπως ονομάστηκαν στην τουρκοκρατία.

Επί φεουδαρχίας υπάρχουν στην Ευρώπη βασίλεια αλλά την πραγματική εξουσία ασκούν οι στρατιωτικοί. Ο λαός είναι σε κατάσταση λίγο καλύτερη απ’ αυτή των δούλων. Ο αγρότης δεν είχε δικαίωμα να αποχωρήσει από το κτήμα στο οποίο εργάζεται. Αλλά και αν κατάφερνε να αποδράσει το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να ανταλλάξει τον προηγούμενο τύραννο με έναν άλλον.

Ο φεουδάρχης απαιτούσε από τους υποτελείς δουλοπάροικους κάθε θυσία σε καιρό ειρήνης και πολέμου. Εξουσία επί της οικογένειας των υποτελών, ακόμα και επί των θυγατέρων τους. Παράλληλα ανέπτυσσαν δεσμούς με τους μονάρχες και οι τελευταίοι τους παραχωρούσαν δικαιώματα. Κοπή νομισμάτων, δικαστική εξουσία κλπ. Διαμορφώθηκε έτσι μια ολόκληρη ιεραρχία αγράμματων «ευγενών»: Δούκες, Μαρκήσιοι, Κόμηδες, Βαρόνοι. Έκτιζαν για τον εαυτό τους τεράστια κάστρα για να εμπνέουν τρόμο στους υποτελείς τους.

Οι υπό εκμετάλλευση πληθυσμοί αποτέλεσαν με την πάροδο των αιώνων μάζες προλεταρίων στην συνείδηση των οποίων υπήρχε το σπέρμα της ανατέλλουσας αστικής δημοκρατίας. Η τάξη των αστών με τον σημαντικό ρόλο που κατείχε ήδη στην παραγωγή αναγνωριζόταν σαν ηγέτης και καθοδηγητής των υπόλοιπων τάξεων που στέναζαν υπό το βάρος της φεουδαλικής αριστοκρατίας.

Στα μέσα του 17ου αιώνα η επανάσταση στην Αγγλία υπό την ηγεσία του Όλιβερ Κρόμγουελ και η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 άνοιξαν τον δρόμο για μια σειρά άλλες επαναστάσεις, ανάμεσα τους και η ελληνική το 1821, με τις οποίες δεν γκρεμίστηκε μόνο το καθεστώς της φεουδαρχίας αλλά και ολοκλήρωσαν την ιστορική διαδρομή τους όλες οι δυνατές μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο: δουλεία, δουλοπαροικία, και μισθο-δουλεία. Οι δύο πρώτες ανήκουν στο παρελθόν, η μοίρα της τρίτης θα κριθεί από την απάντηση που θα δώσει η ζωή στο σημερινό δίλλημα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Η επιστροφή στην οικονομική σταθερότητα και νέα ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας ή καπιταλισμού (όπως συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε) είναι απλά και μόνο ονειροφαντασία του πάλαι ποτέ βολεμένου μικροαστού. Η κεφαλαιοκρατία έχει μπει στο στάδιο της γενικής κρίσης, όχι τώρα, αλλά από το κραχ του 1929 και παρά τις διακυμάνσεις που υπήρξαν όλη αυτή την περίοδο βιώνει τώρα την κορύφωση της θανάσιμης αγωνίας της κι’ όπως κάθε οργανισμός που παραγέρασε, αφού έζησε και την τελευταία του αναλαμπή, παίρνει πλέον την άγουσα για τον τάφο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ


Στον αγώνα του για επιβίωση ο άνθρωπος αποσπά από το περιβάλλον του τις φυσικές ύλες και τις μετασχηματίζει με τρόπο που να του είναι χρήσιμες. Ωστόσο δεν πραγματοποιεί αυτή την διαδικασία ατομικά. Δημιουργεί και βελτιώνει μέσα παραγωγής, τα οποία τον φέρνουν σε αναγκαστικές σχέσεις με τους συνανθρώπους του. Τα θέτει σε λειτουργία, σε συνεργασία μαζί τους. Μ’ άλλα λόγια δημιουργεί ορισμένες παραγωγικές σχέσεις. Η κοινωνική οργάνωση είναι μια παραγωγική οργάνωση. Η παραγωγή των μέσων της ύπαρξης ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα, τα οποία τρέφονται με ότι -και εάν- βρουν έτοιμο στην φύση.

Σε μια ανεπτυγμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, όπως είναι ο καπιταλισμός, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών είναι αξεχώριστη από την ανταλλαγή τους, με την μορφή ανταλλαγής εμπορευμάτων. Όταν σε καταστάσεις εμπορικών κρίσεων περιορίζεται δραστικά η ανταλλαγή περιορίζεται και η παραγωγή. Η αλληλεπίδραση αυτών των δύο τομέων οδηγεί την οικονομία αλλά και την κοινωνία σε κατάρρευση.

Πως και γιατί οδηγείται το κεφαλαιοκρατικό σύστημα σε κρίση;

Ο Μαρξ αποκαλύπτει τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με συστηματική ανάλυση της εμπορευματικής μορφής του εργασιακού προϊόντος, όπως εμφανίζεται στην πιο απλή και τυχαία ανταλλαγή ενός προϊόντος με ένα άλλο προϊόν.

«Ο πλούτος των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, παρουσιάζεται ως "μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων," [1] το κύτταρο του είναι μία μονάδα εμπορεύματος. Γι’ αυτό Η έρευνά μας πρέπει να αρχίσει με την ανάλυση του εμπορεύματος.»

Όπως η γνώση του ανθρώπινου οργανισμού η γνώση της φύσης του έχει σαν προûπόθεση την γνώση της φύσης του κυττάρου, έτσι και η κατανόηση της απλής εμπορευματικής μορφής ανοίγει τον δρόμο για την κατανόηση της φύσης του κεφαλαίου και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Το ολοκληρωμένο σώμα είναι βέβαια πιο προσιτό στην έρευνα, από το μικροσκοπικό κύτταρο. Περισσότερο δε όταν πρόκειται για την κοινωνία, όπου το μοναδικό εργαλείο για την έρευνα είναι η δύναμη της αφαίρεσης, μια και δεν είναι δυνατή η χρήση μικροσκοπίων και πειραματικών σωλήνων.

Παρόλα αυτά, ο ερευνητής του κυττάρου αποζημιώνεται με το γεγονός ότι έχει να κάνει με απλούστατες μορφές, πιο προσιτές στην σκέψη, σε αντίθεση με την έρευνα του σώματος που αποτελεί ανώτερη σύνθεση, όπου οι διαταραχτικές αλληλεπιδράσεις δυσκολεύουν την ευκρινή παρατήρηση και την αδιατάραχτη πορεία της ερευνητικής διαδικασίας.

Η κατανόηση της απλής εμπορευματικής μορφής του εργασιακού προϊόντος είναι το κλειδί στην κατανόηση της πολιτικής οικονομίας. Η ανάλυσή της παρουσιάζει τις δυσκολίες της μικροσκοπικής ανατομίας. Επειδή δεν φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τα επίμαχα ζητήματα του ταξικού αγώνα, μπορεί να θεωρηθεί σχολαστικό ψιλοκοσκίνισμα. Δεν είναι όμως. Το εμπόρευμα αξίζει την μεγαλύτερη προσοχή και επίμονη μελέτη. Θα γίνει σύντομα φανερό ότι η ανάλυση και κατανόηση του, όχι μόνο δεν μας απομακρύνει από τα επίμαχα οικονομικο-πολιτικά ζητήματα αλλά μας οδηγεί στον πυρήνα τους.

Βασικά χαρακτηριστικά

Ας δούμε πρώτα τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν ένα εμπόρευμα. Ένα προϊόν για να είναι εμπόρευμα πρέπει να εξυπηρετεί κάποια ανθρώπινη ανάγκη. Ανεξάρτητα αν είναι ανάγκη του σώματος ή του πνεύματος, αν την ικανοποιεί άμεσα ως καταναλωτικό αγαθό ή έμμεσα ως μέσο παραγωγής αγαθών. Με άλλα λόγια, πρέπει να είναι χρήσιμο. Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης.

Εννοείται πως ό,τι είναι χρήσιμο δεν είναι αναγκαστικά εμπόρευμα. Δεν είναι εμπόρευμα το οξυγόνο που αναπνέουμε, μολονότι μας είναι εντελώς απαραίτητο.

Γνωρίζουμε πως ένα εμπόρευμα, για παράδειγμα μία ποσότητα στάρι, μπορεί να ανταλλαχτεί με τις πιο διαφορετικές αξίες χρήσης. Με αυγά, ντομάτες, χρυσό, ύφασμα κλπ. Μια ατελείωτη σειρά εμπορευμάτων να αντικαταστήσει το ένα το άλλο στον ρόλο της ανταλλακτικής αξίας του σταριού.

Όταν λέμε Α κιλά στάρι = Β πήχες ύφασμα, εξισώνουμε δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, από την άποψη της χρησιμότητας τους κι από κάθε άλλη εξωτερική άποψη. Πως είναι δυνατό να βρίσκουμε ίσα τόσο ανόμοια πράγματα;

Μπορεί με την συνήθεια, να θεωρούμε την εξίσωση και την ανταλλαγή εμπορευμάτων σαν κάτι αυτονόητο, αν το καλοσκεφτούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το ερώτημα έχει την βάση του.

Αυτή η εξίσωση, από την αρχαιότητα ακόμα απασχόλησε τον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης αναρωτιότανε γιατί πέντε κρεβάτια εξισώνονταν στην ανταλλαγή με ένα σπίτι. Είναι πράγματα αισθητά, διαφορετικά και ασύμμετρα, έλεγε. «Ανταλλαγή δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς ισότητα ούτε ισότητα χωρίς συμμετρία», κατέληγε. Δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό της εξίσωσης, και υπέθετε ότι επρόκειτο για απλή συμβατικότητα που την εφεύραν οι άνθρωποι για να κάνουν τη δουλειά τους. Ο Αριστοτέλης παρά την μεγαλοφυΐα του, δεν μπορούσε να μαντέψει την ουσία της εξίσωσης γιατί η σκέψη του περιοριζόταν από το γεγονός πως η κοινωνία που ζούσε στηριζόταν στην εργασία των δούλων, και επομένως είχε σαν βάση την ανισότητα των ανθρώπων και των εργατικών τους δυνάμεων.

Έτσι η ισότητα των προϊόντων αυτών των δυνάμεων φαίνεται σαν κάτι αδιανόητο. Η αποκρυπτογράφηση του μυστικού που κρύβει το προϊόν της ίδιας ανθρώπινης εργασίας έγινε δυνατή μόνο όταν η εμπορευματική παραγωγή επικράτησε σαν η κύρια μορφή παραγωγής και στις συνθήκες της η ισότητα των ανθρώπων απόχτησε την σταθερότητα λαϊκής πρόληψης.

Αν πάρουμε ένα παράδειγμα από την γεωμετρία, θα δούμε ότι μπορούμε να εξισώσουμε εντελώς ανόμοιες επιφάνειες. Μια τριγωνική και μια τετράγωνη επιφάνεια εξισώνονται όταν τις ανάγουμε σε κάτι τρίτο, ποιοτικά όμοιο και ποσοτικά ίσο. Αυτό μπορεί να είναι το εμβαδόν τους. Θα κάναμε κάτι παρόμοιο αν βάζαμε στο ένα τάσι μιας ζυγαριάς ένα μεταλλικό βάρος ενός κιλού και στο άλλο ένα κιλό ζάχαρη. Εντελώς διαφορετικά πράγματα εξισώνονται όταν τα ανάγουμε σε κάτι κοινό που είναι το βάρος τους.

Όταν λέμε Α κιλά στάρι = Β πήχες ύφασμα, σημαίνει ότι στην εξίσωση τους κάνουμε αφαίρεση της χρήσιμης αξίας και από τα δύο πράγματα, όπως κι αφαίρεση κάθε άλλου αισθητού υλικού που τα διακρίνει. Τι απομένει τότε στα δύο προϊόντα; Ασφαλώς τίποτε άλλο έξω από το γεγονός πως για την παραγωγή και των δύο προϊόντων χρειάστηκε ανθρώπινη εργασία. Και τα δύο είναι πήγματα εργασίας.

Αφαιρώντας όμως την χρήσιμη αξία αφαιρούμε και τον ειδικό χαρακτήρα της εργασίας του γεωργού και του υφαντή, και την παίρνουμε σαν απλή κατανάλωση εργατικής δύναμης που εμπεριέχεται ισόποσα στα δύο προϊόντα. Τα θεωρούμε ίσα γιατί χρειάστηκε ίσος χρόνος απ’ αυτή την αφηρημένη εργασία που χρειάστηκε για την παραγωγή τόσο του ενός όσο και του άλλου. Αυτός ο χρόνος συνιστά την αξία των προϊόντων, και είναι πάνω σ’ αυτή την βάση που εξισώνονται. (Μαρξ: «Σαν αξίες, τα εμπορεύματα είναι μόνο καθορισμένη μάζα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας»).

Εδώ θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως αν ο γεωργός ξοδέψει διπλό χρόνο, απ’ ό,τι συνήθως χρειάζεται για την παραγωγή της συγκεκριμένης ποσότητας σταριού, θα μπορούσε να απαιτήσει διπλάσια ποσότητα ύφασμα. Όταν όμως μιλάμε για αξία αναφερόμαστε σε ίδια ανθρώπινη εργατική δύναμη.

Ας δούμε τα εμπορεύματα της κοινωνίας σαν ένα σύνολο. Επίσης την εργατική δύναμη της κοινωνίας σαν ένα σύνολο. Αυτή η δύναμη αποτελείται από αναρίθμητες ατομικές δυνάμεις που η κάθε μια από αυτές βγαίνει κατά μέσο όρο ίση με τις άλλες. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο συνολικός χρόνος που βρίσκεται πίσω από τα εμπορεύματα αποτελείται από αναρίθμητους ατομικούς χρόνους που ο καθένας τους είναι κατά μέσο όρο ίσος. Αυτός ο κοινωνικά αναγκαίος μέσος χρόνος -με κοινωνικά κανονικούς όρους παραγωγής, μέσο βαθμό επιδεξιότητας και εργατικότητας- συνιστά την αξία των εμπορευμάτων. Τα δύο χαρακτηριστικά του εμπορεύματος είναι η αξία και η αξία χρήσης. Υπάρχουν όμως προϊόντα που αποτελούν υλοποίηση ανθρώπινης εργασίας, είναι και αξίες χρήσης μα δεν είναι εμπορεύματα. Για παράδειγμα δεν είναι εμπορεύματα τα προϊόντα που προορίζονται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του ίδιου του παραγωγού. Τα εμπορεύματα για να είναι τέτοια, πρέπει να καταναλωθούν όχι από τον ίδιο τον παραγωγό, αλλά από κάποιον άλλο. Και όχι μόνο αυτό. (Υπήρξαν αξίες χρήσης, όπως π.χ. αυτές που παρήγαγαν οι αγρότες δουλοπάροικοι και κατανάλωναν οι «ευγενείς» γαιοκτήμονες, αλλά δεν ήταν εμπορεύματα. Μεταβιβάζονταν στον γαιοκτήμονα σαν δεκάτη και δοσίματα). Το εμπόρευμα πρέπει να παράγεται για την αγορά και να μεταβιβάζεται με την ανταλλαγή. Είτε με ένα άλλο εμπόρευμα ή με χρήμα.

Ο διφυής χαρακτήρας της εργασίας

Από όσα είπαμε προηγούμενα το εμπόρευμα παρουσιάζεται δισυπόστατο. Είναι ταυτόχρονα αξία και αξία χρήσης. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν τη βάση τους μέσα στο ίδιο εμπόρευμα, αλλά μεταβιβάζονται σ’ αυτό από την εργασία, η οποία είναι ταυτόχρονα απλή κατανάλωση αφηρημένης εργατικής δύναμης, και σαν τέτοια δίνει την αξία, μα και εργατική δύναμη ορισμένης ειδικότητας, είτε αυτή του γεωργού, ή του υφαντή ή οποιουδήποτε άλλου, και σαν τέτοια προσέδωσε στο εμπόρευμα τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά – την χρήσιμη αξία.

Αυτή τη διπλή φύση της εργασίας, τον διφυή της χαρακτήρα, απόδειξε θεωρητικά πρώτος ο Μαρξ, και αυτή είναι το κεντρικό σημείο από το οποίο εξαρτάται η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας και κατ’ επέκταση η κατανόηση των αντιφάσεων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να επιμείνουμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό το σημείο.

Ανταλλάσουμε πάντα διαφορετικές αξίες χρήσης. Το εμπόριο προûποθέτει ευρύ καταμερισμό της εργασίας (αν κι ο καταμερισμός της εργασίας δεν προûποθέτει το εμπόριο). Οι απειράριθμες διαφορετικές αξίες χρήσης που παράγονται αντιστοιχούν σ’ άπειρο αριθμό σκόπιμων εργασιών: στις ειδικότητες των γεωργών, των υφαντουργών, των υποδηματοποιών, των επιπλοποιών, των μεταλλουργών κλπ. κλπ. Ο καθένας από αυτούς , στην διαδικασία της παραγωγής, χρησιμοποιεί το μυαλό του και την μυϊκή του δύναμη με διαφορετικό τρόπο, που αποδίδει, όπως είδαμε, διαφορετικές αξίες χρήσης. Έτσι, μόνο σαν προϊόντα διαφορετικών ωφέλιμων εργασιών, οι αξίες χρήσης μπορούν να σταθούν η μία απέναντι στην άλλη σαν εμπορεύματα.

Πίσω όμως από τον συνολικό αριθμό αξιών χρήσης βρίσκεται πάντα η ίδια ουσία: ο αφηρημένος χρόνος εργασίας που η κοινωνία ξόδεψε για να τις παράγει. Αν υποθέσουμε ότι 10 πήχες λινό ύφασμα περιέχουν 15 ώρες εργασία, ενώ 25 κιλά στάρι περιέχουν 7,5 ώρες, δηλαδή τις μισές. Τότε για να πάρουμε 10 πήχες λινό χρειαζόμαστε διπλάσιο χρόνο εργασίας δηλαδή 15 ώρες άρα διπλή ποσότητα στάρι, 50 κιλά, δηλαδή. Σαν αξίες το στάρι και το ύφασμα αποτελούν υλοποιημένη κατανάλωση ομοειδούς εργατικής δύναμης και ανταλλάσσονται ως ισόποσος χρόνος εργασίας. Αυτό γίνεται καλλίτερα αντιληπτό αν σκεφτούμε ότι υπήρξαν κοινωνικές συνθήκες στην ιστορία, όπου το ίδιο άτομο γινόταν εκ περιτροπής και γεωργός και υφαντής. Έτσι η γεωργία και η υφαντική ήταν παραλλαγές της ίδιας ατομικής εργασίας, και τα προϊόντα τους υλοποίηση της ίδιας ουσίας, της ίδιας ποσοτικά κατανάλωσης εργατικής δύναμης. Η υπόθεση δεν αλλάζει σε τίποτα αν περάσουμε από το άτομο στην κοινωνία και την πάρουμε σαν ένα σύνολο που τα ξεχωριστά πρόσωπα αποτελούν μόνο το σύνολο των μορίων της.

Στην εξέταση της αξίας χρήσης σημασία έχει το πως καταναλώνεται η εργατική δύναμη. Από την άποψη της αξίας, σημασία έχει το ποσό της εργατικής δύναμης που καταναλώνεται. Το πως και το πόσο της εργατικής δύναμης, γίνονται στην βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι πόλοι μιας αξεδιάλυτης αντίφασης.

Ας δούμε αυτή την αντίφαση από πιο κοντά. Αν η παραγωγική ικανότητα της εργασίας, που παράγει το λινό ύφασμα μείνει σταθερή, τότε για να αυξήσουμε την ποσότητα χρήσιμης αξίας (περισσότερες πήχες λινό) θα αυξήσουμε ανάλογα την παραγόμενη ποσότητα λινού, άρα και το μέγεθος της αξίας, δηλαδή θα εργαστούμε περισσότερο. Αν για να παραχθούν 10 πήχες λινό απαιτούνται 15 ώρες, για 20 πήχες θα χρειαστεί να ξοδέψουμε 30 ώρες.

Ας υποθέσουμε όμως -όπως πράγματι συμβαίνει- ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αλλάζει, ότι με την εισαγωγή προηγμένων τεχνολογιών η παραγωγικότητα διπλασιάζεται. Σ’ αυτή την περίπτωση θα παράγουμε 20 πήχες λινό στον μισό χρόνο. Δηλαδή μόνο σε 15 ώρες! Το αντίθετο θα συνέβαινε αν αντί των μοντέρνων τεχνολογιών, έχουμε μια κακή σοδιά λιναριού και άλλους αρνητικούς παράγοντες που θα μείωναν στο μισό την αποδοτικότητα της εργασίας. Αν όπως δείχνουμε στο πιο πάνω παράδειγμα για 20 πήχες λινό έχει ξοδευτεί εργατική δύναμη 30 ωρών, μια κακή σοδειά λιναριού και άλλοι δυσμενείς παράγοντες πιθανόν να μείωναν την αποδοτικότητα της εργασίας στο μισό. Οι παραγωγή λινού 20 πήχες δεν θα χρειαζόταν 30 ώρες αλλά τις διπλάσιες, 60 ώρες. Επειδή όμως στην αγορά πωλούνται χρήσιμες αξίες ο κατασκευαστής του λινού είναι αναγκασμένος να συμμορφωθεί με την μέση τιμή του λινού στην αγορά και να πουλήσει τα προϊόντα του κάτω απ’ την αξία τους. Δηλαδή να χάσει.

Παρατηρούμε λοιπόν πως, σε μια αυξημένη ποσότητα αξιών χρήσης, μπορεί να αντιστοιχεί ένα σχετικά η απόλυτα μειωμένο αξιακό μέγεθος, ή το αντίστροφο. Η αξία και η χρήσιμη αξία μπορεί να έχουν μια αντιστρόφως ανάλογη κίνηση. Ή για να το πούμε αλλιώς -για να γίνει περισσότερο καταληπτό- οι τιμές των αξιών χρήσης στην αγορά μπορεί να παίζουν πάνω και κάτω από την μέση αξία παραγωγής. Αυτή η αντιφατική κίνηση των δύο «πλευρών» του εμπορεύματος πηγάζει από το διφυή χαρακτήρα της εργασίας η οποία παράγει αξίες και χρήσιμες αξίες ταυτόχρονα ενσωματωμένες στο ίδιο προϊόν.

Είναι φανερό, ότι η εργασία έχει αυτό τον χαρακτήρα ανεξάρτητα από ιστορικές εποχές και κοινωνικά συστήματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο για την αξία, σαν οικονομικό νόμο, και για την αντιφατική της σχέση με την χρήσιμη αξία. Ο χρόνος εργασίας είναι, βέβαια, ή ουσία του προϊόντος, αλλά, όπως είπαμε, όταν μιλάμε για χρόνο που είναι η ουσία της αξίας, αναφερόμαστε στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο και όχι στον χρόνο που καταναλώνει για το προϊόν του ο κάθε ξεχωριστός παραγωγός. Άρα, η έννοια της αξίας είναι κοινωνική. Προûποθέτει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και, στην βάση του, την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής.

Πίσω από κάθε φαινόμενο υπάρχει η καθοριστική του αιτία, αυτό που στην φιλοσοφία αποκαλούν «ουσία». Μα όπως δεν μπορούμε να δείξουμε την ¾λη γενικά, αλλά μόνο μέσα από τις συγκεκριμένες της μορφές, δεν μπορούμε να δείξουμε την αξία γενικά, αλλά μόνο τις μορφές της. Η αξία έχει την εξωτερική της όψη η οποία αποκαλύπτεται με την ανταλλαγή. Μόνο στην αγορά, με την ανταλλαγή μπορούμε να την γνωρίσουμε και να διαμορφώσουμε γνώμη γι’ αυτή.

Η Ανταλλακτική αξία (ή απλώς αξία)

Το καθετί εμφανίζεται μονάχα στο αντίθετο του. Ό άνθρωπος, μια και δεν γεννιέται μ’ ένα καθρέφτη κολλημένο στο μέτωπο του, μπορεί να δει το πρόσωπο του μόνο στο πρόσωπο των συνανθρώπων του. Αν πούμε, 10 πήχες λινό = 1 σακάκι, η αξία του λινού γνωρίζει τον εαυτό της στην ανταλλακτικά αξία, δηλαδή στην ποσοτική της σχέση με το σακάκι. Μόνο μέσω της ανταλλακτικής αξίας μπορούμε να αναληφθούμε αισθησιακά την αξία.

Η αξία χρήσης είναι μια αισθητή εξωτερικότερα, που πιάνεται και μετριέται. Αλλά η αξία είναι κάτι εσωτερικό. Δεν μπορείς να την πιάσεις από πουθενά, δεν μπορείς να την μετρήσεις. Δεν έχει νόημα να πεις, 10 πήχες λινό = 10 πήχες λινό. Αποχτάει υλική ύπαρξη και γίνεται μετρήσιμη μονάχα στο αντίθετό της: 10 πήχες λινό = 1 σακάκι. Το σακάκι γίνεται το σώμα της αξίας του λινού.

Ωστόσο το σακάκι δεν είναι η ίδια η αξία του λινού. Αποτελεί μόνο την μορφή της. Αυτή η μορφή όμως, η ανταλλακτική αξία, είναι μια κοινωνική σχέση, μέσω της οποίας έρχεται στην επιφάνεια όχι μόνο η αξία μα και η αντιφατική της σχέση με την χρήσιμη αξία. Αξία και χρήσιμη αξία χωρίζονται, και η πρώτη, με την μορφή τής ανταλλακτικής αξίας, τοποθετείται στον άλλο πόλο της ανταλλακτικής σχέσης. Έτσι έχουμε το φανέρωμα ενός διχασμού του προϊόντος της εργασίας, που αναπτύχθηκε και απολυτοποιήθηκε με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την και την αντίστοιχη ανάπτυξη των μορφών της αξίας.

Η απλή ή τυχαία μορφή της αξίας

Σε παλιότερες εποχές, όταν ο άνθρωπος με τα περιορισμένα τεχνικά μέσα που είχε στην διάθεση του, κατάφερνε να καλύπτει ίσα-ίσα τις ανάγκες του, οι περιπτώσεις ανταλλαγής προϊόντων είχαν τυχαίο χαρακτήρα και, φυσικά, πραγματοποιούνταν άμεσα, προϊόν με προϊόν.

Σ’ αυτή την πιο απλή, την πιο στοιχειώδη μορφή συναλλαγής, μπορούμε να παρατηρήσουμε τον θεμελιώδη διχασμό του προϊόντος σε αξία χρήσης και σε αξία. Ωστόσο ο διχασμός αναπτύσσεται και γίνεται πιο εμφανής μόνο με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και την επικράτηση των εμπορικών συναλλαγών. Η κατανόηση του εσωτερικού διχασμού του προϊόντος, όπως εμφανίζεται στην άμεση ανταλλαγή, στην απλή μορφή της αξίας, είναι το κλειδί για την κατανόηση όλων των «μυστηρίων» που συσκοτίζουν την φύση της σύγχρονης μορφής της αξίας που είναι η χρηματική μορφή.

Στην απλή και άμεση συναλλαγή, το λινό μεταμορφώνεται σε εμπόρευμα μόνο όταν τύχει ο παραγωγός του να το παράγει πλεοναστικά, δηλαδή σε ποσότητα που υπερβαίνει την κάλυψη των δικών του αναγκών. Σαν περίσσευμα στα χέρια του παραγωγού του, το λινό δεν έχει γι’ αυτόν αξία χρήσης. Αποτελεί μόνο υλοποίηση του κόπου του, της εργατικής δύναμης που ξόδεψε, είναι μόνο μια αξία που στέκεται απέναντι στο σακάκι. Το ίδιο, ο κάτοχος του σακακιού δεν βλέπει στο προϊόν του καμιά χρησιμότητα. Η χρήσιμη αξία βρίσκεται στον άλλο πόλο: στον κάτοχο του λινού.

Παρατηρούμε λοιπόν σ’ αυτή την πιο στοιχειώδη μορφή συναλλαγής, τον διχασμό του εμπορεύματος σε δύο αντίθετους πόλους. Μπορούμε να πάρουμε τους δύο συναλλασσόμενους και να τοποθετήσουμε τον ένα στην θέση του άλλου. Για τον καθένα από τους συναλλασσόμενους η αξία χρήσης θα είναι απέναντι και η αξία στον δικό του πόλο.

Είναι γεγονός ότι σε αυτή την απλή μορφή της αξίας, στην τυχαία ανταλλαγή προϊόντος με προϊόν ο διχασμός του προϊόντος σε αξία και χρήσιμη αξία δεν έχει γίνει απόλυτα ευκρινής. Ο παραγωγός, που κρατάει στα χέρια του το λινό, πρέπει να βρει κάποιον συνάδελφο του που να είναι κάτοχος σακακιού και ο δεύτερος να τύχει να χρειάζεται λινό και να αναζητά κάποιον κάτοχο του. Οι δύο κάτοχοι εμπορευμάτων δεν κρατούν στα χέρια τους το γυμνό σώμα της αλλά συγκεκριμένες αξίες χρήσης, που η κάθε μια ψάχνει για την κατάλληλη ανταλλακτική αξία. Στην απλή ή τυχαία συναλλαγή παίρνεται υπόψη η αξία χρήσης ενιαία με την αξία.

Η αξία του λινού πρόκειται να φανερώσει τον εαυτό της σε ένα άλλο εμπόρευμα, και γι’ αυτό λέμε ότι βρίσκεται στη σχετική μορφή της. Το σακάκι να εκφράσει την αξία του λινού, γι’ αυτό λέμε ότι αντιπροσωπεύει την ισοδύναμη μορφή της αξίας. Μπορεί κανείς βέβαια να πει και το αντίθετο. Εξαρτάται από ποια μεριά το βλέπει. Άρα σ’ αυτή την απλή και τυχαία συναλλαγή ο διχασμός του εμπορεύματος σε αξία και χρήσιμη αξία δεν φαίνεται καθαρά. Ωστόσο ο διχασμός είναι γεγονός.

Ας δούμε τώρα από πιο κοντά τα δύο αλληλο-αποκλειόμενα αντίθετα του εμπορεύματος. Υποθέτουμε πως ο χρόνος εργασίας, που είναι απαραίτητος για να παραχθούν 20 πήχες λινό, είναι 10 ώρες (φυσικά χρησιμοποιούμε το παράδειγμα μόνο συμβατικά, διότι η αξία, αν και είναι χρόνος κατανάλωσης εργατικής δύναμης, πρακτικά είναι αδύνατο να μετρηθεί σε ώρες. Θα εξηγήσουμε τους λόγους σε άλλο κεφάλαιο). Όταν λέμε ότι 20 πήχες λινό αξίζουν ένα σακάκι, μ’ αυτό εννοούμε ότι το σακάκι περιέχει επίσης 10 ώρες εργασίας. Ας το παραστήσουμε αυτό με μια εξίσωση:



Έχουμε πει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας δεν είναι κάτι το σταθερό. Μπορεί να αυξομειώνεται. Αν και μακροπρόθεσμα, από ιστορική άποψη, αυξάνεται λόγω της προόδου των επιστημών, της τεχνολογίας και της οργάνωσης της παραγωγής, σε ολοένα και πλατύτερη κλίμακα.

Αν υποθέσουμε ότι η παραγωγικότητα της εργασίας για το λινό διπλασιάστηκε, σημαίνει ότι μπορούμε να παράγουμε τώρα 20 πήχες μόνο με 5 ώρες εργασίας. Στις εμπορικές συναλλαγές, όμως, ανταλλάσουμε ίσες αξίες. Επομένως, αν βάλουμε 5 ώρες εργασίας και στον άλλο πόλο της εξίσωσης, αυτές αντιστοιχούν σε άλλη ανταλλακτική αξία, σε ½ σακάκι.



Βάλαμε ένα πλην στις 5 ώρες που συμβολίζουν την αξία του λινού , ένα συν στις 20 πήχες λινό που αντιπροσωπεύουν την Αξία Χρήσης, και ένα πλην στο ½ σακάκι που είναι η Ανταλλακτική Αξία του λινού (Α. Α. =Ανταλλακτική Αξία είναι η μορφή της αξίας στην εμπορευματική παραγωγή. Η μορφή δεν ταυτίζεται με το περιεχόμενο αλλά και το περιεχόμενο δεν υπάρχει παρά μόνο μέσω μορφής. Πάντως όταν μιλάμε για Αξία εννοούμε την συμβατική Αξία, αυτή που εμφανίζεται στις συναλλαγές -Από «απελάτη»). Αυτό το κάναμε εντελώς δικαιολογημένα, γιατί ενώ η αξία του λινού μειώθηκε, η αξία χρήσης στην οποία αντιστοιχεί αυξήθηκε σχετικά. Σε λιγότερο χρόνο παράγουμε περισσότερο λινό. Αυτή η αντίστροφη κίνηση στους όρους του πρώτου κλάσματος ανάμεσα στην αξία και στην αξία χρήσης, βρήκε την έκφραση της στην ανατροπή των σχέσεων στους πόλους της εξίσωσης. Στην αξία χρήσης και στην ανταλλακτική αξία αφού τώρα οι 20 πήχες λινό (+) ανταλλάσσονται με ½ σακάκι (-).

Κάτι ανάλογο, μα σε αντίθετες κατευθύνσεις, θα συνέβαινε αν υποθέταμε πως η αποδοτικότητα της εργασίας για την παραγωγή του λινού έπεφτε στο μισό . Τότε θα χρειαζόντουσαν 20 ώρες εργασίας για 20 πήχες λινό και η εξίσωση θα είχε έτσι:



Αυτό που παρατηρούμε στις δύο πράξεις ανταλλαγής είναι πως αναπόφευκτες αλλαγές στην παραγωγικότητα της εργασίας , μειώσεις στο μέγεθος της αξίας και ανάλογες μειώσεις της ανταλλακτικής αξίας αντιστοιχούν σε σχετικά αντιστρόφως ανάλογη αύξηση της ποσότητας των χρήσιμων αξιών. Και αντίθετα μια αύξηση στο μέγεθος της αξίας και της ανταλλακτικής αξίας αντιστοιχεί σε σχετική μείωση της αξίας χρήσης.

Υπάρχει δηλαδή μια αντιφατική σχέση, όπου η αύξηση του ενός προκαλεί αναγκαστικά μείωση του άλλου και το αντίστροφο. Αυτή η αντίφαση, κάτω από ορισμένους όρους με τους οποίους θα ασχοληθούμε ειδικά στο κεφάλαιο για το ποσοστό κέρδους, μπορεί να αναπτυχθεί ως το επίπεδο της οικονομικής κρίσης συγκλονίζοντας ολόκληρο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής.

Ωστόσο η ανταλλακτική σχέση γίνεται αντιφατική μόνο όταν οι αυξομειώσεις είναι αποτέλεσμα μεταβολών στην παραγωγικότητα της εργασίας. Αν υποθέσουμε ότι το διπλάσιο λινό, 40 πήχες, παράχτηκε με διπλάσια εργατική δύναμη, σε 20 ώρες, τότε:



Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε συν και συν στους όρους του πρώτου κλάσματος (αξία και χρήσιμη αξία δεν έχουν μεταβληθεί αντιφατικά) έτσι το συν υπάρχει και στην ανταλλακτική αξία. Οι δύο πόλοι της εξίσωσης δεν κινήθηκαν αντιφατικά, διότι δεν υπήρξε αντιφατική διαφοροποίηση ανάμεσα στον αριθμητή και τον παρανομαστή του πρώτου κλάσματος. Το ίδιο θα συνέβαινε αν υποθέταμε μια μείωση των αξιών χρήσης σαν αποτέλεσμα ανάλογης μείωσης του εργάσιμου χρόνου. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση, την θέση του συν θα ’παιρνε το πλην.

Η αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην ανταλλακτική αξία (=συμβατική Αξία) πηγάζει από την δισυπόστατη φύση του ίδιου του εμπορεύματος. Από την αντίφαση ανάμεσα στην ποσότητα της χρήσιμης αξίας και το μέγεθος της αξίας. Η Αξία ενυπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση στο ίδιο το εμπόρευμα και εξωτερικεύεται, χωρίς να ταυτίζεται, ως ανταλλακτική αξία. Μ’ αυτό θέλουμε να πο
Επιστροφή στην κορυφή
απελάτης.
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 22, 2013 4:47 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Η υπεραξία και οι πηγές της


Σκοπός μας είναι να δείξουμε, στην πορεία τούτης εδώ της σύνοψης των βασικών οικονομικών ιδεών του Μαρξ, κάτω από ποιες προûποθέσεις η αντίφαση, ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην ανταλλακτική αξία (ως μορφή της αξίας), οδηγεί σε κρίση τις κεφαλαιοκρατικά οργανωμένες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Όταν αναφερόμαστε στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής εννοούμε ένα σύστημα παραγωγής που έχει ως μοναδικό κίνητρο το κέρδος του ιδιώτη επιχειρηματία. Η κρίση στον καπιταλισμό εκδηλώνεται ως κρίση της παραγωγής κέρδους. Πριν ασχοληθούμε όμως μ’ αυτήν πρέπει να δούμε πρώτα από πού προκύπτει το κέρδος.

Ένας κεφαλαιοκράτης ρίχνει στην αγορά χρηματικό κεφάλαιο Χ (=χρήμα) και αγοράζει εμπόρευμα Ε (=εμπόρευμα). Ξαναπουλάει μετά το εμπόρευμα, και το κεφάλαιο επιστρέφει σ’ αυτόν αυξημένο ως Χ´.

Επειδή το εμπόρευμα δεν αγοράστηκε για να καταναλωθεί, αλλά παίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου κρίκου, ο κύκλος απλοποιούμενος γίνεται Χ=Χ´ . Πως είναι δυνατό ένα ορισμένο μέγεθος χρηματικής αξίας να εξισώνεται με ένα μεγαλύτερο μέγεθος; Πως κι’ από πού προκύπτει αυτή η διαφορά, που συνιστά (υποτίθεται) το κέρδος του καπιταλιστή;

Συνήθως πιστεύεται πως οι κεφαλαιοκράτες πλουτίζουν χάρη στην προσωπική τους καπατσοσύνη, αγοράζοντας φτηνά και πουλώντας ακριβά. Η προσεκτική όμως παρατήρηση της ανταλλακτικής διαδικασίας απομυθοποιεί τον ισχυρισμό.

Ένας κεφαλαιοκράτης, χάρη σε κάποιο ανεξήγητο προνόμιο πουλάει το εμπόρευμά του 110, ενώ αξίζει 100. Εισπράττει μια τιμή 10% πάνω από την αξία. Αλλά αυτός ο πωλητής γίνεται κατόπιν αγοραστής, σε σχέση με ένα τρίτο πωλητή. Κερδίζοντας 10 σαν πωλητής , χάνει 10 σαν αγοραστής. Αν συνεχίσουμε έτσι βγαίνει πως όλοι οι καπιταλιστές πουλάνε ο ένας στον άλλον τα εμπορεύματά τους 10% ακριβότερα, πράγμα που είναι το ίδιο αν θα το πουλούσαν στην αξία του. Επομένως η υπερτιμημένη πώληση δεν μπορεί να εξηγήσει πως το Χ εμπόρευμα γίνεται Χ´ τονούμενο.

Το ίδιο θα συνέβαινε αν αρχίζαμε με ένα υποθετικό αγοραστή, που έχει το προνόμιο να αγοράζει 10% φτηνότερα. Ο αγοραστής θα γίνει μετά πωλητής. Και αν συνεχίσουμε έτσι, βγαίνει ότι όλοι οι καπιταλιστές αγοράζουν 10% φτηνότερα πράγμα που είναι το ίδιο αν αγόραζαν όλοι τα προϊόντα στην αξία τους.

Μπορεί κανείς να φέρει την αντίρρηση ότι αυτός που πουλάει ακριβότερα, δεν είναι απαραίτητο και να αγοράζει ακριβότερα. Ίσως οι συνάδελφοι του να μη σταθούν ικανοί να του ανταποδώσουν τα ίσα. Οπότε κερδίζει από την άνιση συναλλαγή.

Η αντίρρηση όμως δεν στέκει. Ένας εμπορευματοκάτοχος Α κρατάει στα χέρια του ύφασμα αξίας 100 δρχ. (ή ευρώ αν προτιμάτε) και παίρνει από τον Β στάρι αξίας 110 δρχ. Πριν την ανταλλαγή είχαμε αξίες 100+110=210 δρχ. Μετά την ανταλλαγή, έχουμε πάλι αξίες 210 δρχ. Η αξία, που βρίσκεται στην κυκλοφορία, δεν αυξήθηκε ούτε κατά ένα μόριο. Θα ήταν το ίδιο αν δεν πραγματοποιούνταν καμία ανταλλαγή και ο Α έκλεβε απευθείας από τον Β 10 δραχμές! Το αποτέλεσμα θα ήταν μια μετατόπιση πλούτου, αφού ο ένας θα κέρδιζε ό,τι ο άλλος θα έχανε. Ο συνολικός πλούτος δεν θα αυξανόταν ούτε κατά ένα μόριο. Έτσι, και με την υπόθεση της άνισης ανταλλακτικής σχέσης, είναι αδύνατο να εξηγηθούν τα αυξανόμενα πλούτη των καπιταλιστών. Ασχολούμαστε, όχι με τις μετατοπίσεις πλούτου αλλά με το μυστικό της αύξησης του στα χέρια ολόκληρης της καπιταλιστικής τάξης.

Όσο κι αν επιμείνουμε στις διάφορες υποθέσεις, το συμπέρασμα θα είναι πάντα το ίδιο. Τα εμπορεύματα, όσο κι αν στριφογυρίζουν δεν μπορούν να αυξήσουν την αξία τους. Η λύση του μυστηρίου δεν είναι δυνατό να βρεθεί στην σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Πρέπει να περάσουμε πίσω απ’ αυτή, σ’ αυτά που συμβαίνουν στον χώρο της παραγωγής.

Ο κεφαλαιοκράτης δεν αγοράζει εμπόρευμα για να το μεταπουλήσει αμέσως. Το χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη για παραπέρα επεξεργασία. Αν έχει υφαντουργία θα αγοράσει νήμα. Το νήμα είναι υλοποίηση ολόκληρης διαδικασίας, με τελευταία φάση την εργασία του νηματουργού. Είναι αξία που δημιούργησαν πολλά χέρια. Ο υφαντουργός μετατρέποντας το σε ύφασμα, θα προσθέσει αξία πάνω στην αξία. Όταν έλθει η ώρα να πουλήσει ο κεφαλαιοκράτης το ύφασμα, δεν θα πάρει πίσω μόνο όσα ξόδεψε για το νήμα, μα επιπρόσθετα την αξία που ενσωμάτωσε ο υφαντουργός μετατρέποντας το νήμα σε ύφασμα.

Ο κεφαλαιοκράτης για να αρχίσει την παραγωγική διαδικασία έπρεπε, εκτός από το νήμα και τα άλλα απαραίτητα, να αγοράσει ακόμα ένα εμπόρευμα που το κύρος του είναι αντιστρόφως ανάλογο με την σπουδαιότητα του. Ένα εξαιρετικό εμπόρευμα, που όχι μόνο έχει αξία, μα και γεννοβολά αξία: την εργατική δύναμη.

Η δύναμη του εργάτη έχει και αυτή την αξία της. Είναι ίση με τα αγαθά που πρέπει να καταναλώσει ώστε να την αναπληρώσει. Χρειάζεται φαγητό, ρούχα να ντυθεί, στέγη κλπ. Στις 365 ημέρες του έτους πρέπει να καταναλώσει ποσότητα χρήσιμων αξιών. Οι ημερήσιες αποδοχές του πρέπει να καλύπτουν τον μέσο όρο των ημερήσιων εξόδων του.

Αφού αγόρασε την εργατική δύναμη, ο κάτοχος χρήματος, ο κεφαλαιοκράτης, έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση της, δηλαδή να αναγκάσει τον εργάτη να δουλέψει ολόκληρη μέρα, ας πούμε 8 ώρες και 2 ακόμα υπερωρία. Όμως ο εργάτης το πολύ μέσα σε 2 ώρες («αναγκαίος» χρόνος εργασίας) δημιουργεί προϊόν που καλύπτει τα έξοδα συντήρησης του, ενώ στις υπόλοιπες 8 ώρες («πρόσθετος» χρόνος εργασίας) δημιουργεί ένα «υπερπροϊόν». Αυτή είναι η υπεραξία που δεν του την πληρώνει αλλά την καρπώνεται ο καπιταλιστής.

Όσο εξελίσσονται τα μέσα παραγωγής, όσο η παραγωγή οργανώνεται σε πιο πλατιά βάση τόσο πιο ασήμαντο γίνεται το τμήμα της αξίας που καταναλώνει ο εργάτης και τόσο πιο μεγάλη γίνεται η μερίδα που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής.

Προβάλλεται συνήθως η αντίρρηση ότι αξία παράγουν και τα μηχανήματα που χειρίζεται ο εργάτης. Τι είναι όμως η μηχανή αν όχι αντικειμενοποιημένος χρόνος εργασίας, νεκρή αξία; Μαζί με τις εγκαταστάσεις τις πρώτες ύλες κλπ, είναι το έργο των παλιότερων γενιών της εργατικής τάξης, που έχει παραχθεί στο άμεσο ή το απώτερο παρελθόν, από προηγούμενες στρατιές εργατών. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός δεν παράγει αξία, δεν προσθέτει στα παραγόμενα προϊόντα ούτε μόριο παραπανίσιας αξίας. Η φθορά του είναι αξία που ενσωματώνεται στα προϊόντα και υπολογίζεται στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων ώστε να αφαιρείται από τα γενικά έσοδα και να αποτελεί ένα ειδικό κονδύλι που διατίθεται για αποσβέσεις ώστε τα αρχικά μέσα παραγωγής με τα οποία ξεκίνησε μια επιχείρηση να συνεχίσουν να υπάρχουν με την συντήρηση και την βαθμιαία αντικατάσταση με καινούργιο και εκμοντερνισμένο εξοπλισμό.

Το κέρδος του κεφαλαιοκράτη βγαίνει μόνο από τις κλεμμένες ώρες εργασίας του εργάτη, από την ιδιοποίηση των προϊόντων που παράγει η ζωντανή εργασία των μισθωτών σκλάβων. Η εκμετάλλευση του εργάτη δεν είναι τόσο οι κλοπές σε βάρος του με την παρακράτηση υπερωριών, κλοπή ασφαλιστικών εισφορών κλπ. αλλά πάνω απ’ όλα το «νόμιμο» ξεζούμισμα. Ο εργάτης εισπράττει μόνο τα απαραίτητα για την επιβίωση του ώστε να παραμένει αντικείμενο εκμετάλλευσης και να ιδιοποιείται τον χρόνο του και τον κόπο του ο καπιταλιστής, ώστε το Χ να γίνεται Ε (εμπόρευμα) και να επιστρέφει στον καπιταλιστή Χ´ τονούμενο.
Επιστροφή στην κορυφή
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούλ 25, 2013 2:50 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Η αντίθεση Αξίας και Αξίας Χρήσης και οι επιπτώσεις στην Υπεραξία

Αφού δείξαμε συνοπτικά τον τρόπο υπεραξίωσης του χρήματος που διαθέτει ο καπιταλιστής, ας επιστρέψουμε τώρα στην αντίθεση μεταξύ αξίας και αξίας χρήσης, για να δούμε τις επιπτώσεις της πάνω στην υπεραξία, στο κέρδος του καπιταλιστή, δηλαδή στο μοναδικό κίνητρο της παραγωγικής διαδικασίας μέσα στον καπιταλισμό.

Υποθέτουμε ότι ένας εργάτης, επιπλοποιός, εργάζεται 8 ώρες την ημέρα και παράγει 8 καρέκλες. Άρα η αξία που προσθέτει στην πρώτη ύλη για κάθε καρέκλα αντιστοιχεί σε 1 ώρα εργασίας. Υποθέτουμε ακόμα ότι το μεροκάματο του εργάτη είναι ίσο με την αξία που έβαλε σε μια καρέκλα. Εργάζεται μια ώρα για τον εαυτό του. Τις υπόλοιπες 7 για τον καπιταλιστή. Ο τελευταίος ιδιοποιείται αξία από 7 καρέκλες.

Συνεχίζει ο εργάτης την παραγωγική διαδικασία, μα κάποτε, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, η παραγωγικότητα της εργασίας διπλασιάζεται. Έτσι σε 8 ώρες ο εργάτης δεν κατασκευάζει πλέον 8 καρέκλες, αλλά 16 καρέκλες. Τώρα, η κάθε μία από αυτές έχει ½ ώρα εργασίας και όχι 1, όπως πριν. Η αξία του προϊόντος έπεσε φυσικά, αφού ο εργάτης συνεχίζει να εργάζεται 1 ώρα για τον εαυτό του (αδιάφορο αν σε αυτή αντιστοιχούν 2 καρέκλες, αντί για μία) και 7 ώρες για τον για τον καπιταλιστή, που στην διάρκεια τώρα παράγονται 14 καρέκλες. Η παραγόμενη υπεραξία που καρπώνεται ο καπιταλιστής, παραμένουν αμετάβλητη σε απόλυτο μέγεθος, μολονότι μειώθηκε σχετικά ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή μονάδας χρήσιμης αξίας.

Αν υποθέσουμε πως πριν τον διπλασιασμό τής παραγωγικότητας ο καπιταλιστής έβγαζε από κάθε καρέκλα 100 δρχ., στις 8 καρέκλες συγκέντρωνε 800 δρχ. Έδινε από αυτές το 1/8 στον εργάτη και κρατούσε τα 7/8 τις 700 δρχ. για να τις διαθέσει όπως νομίζει. Τώρα, μετά την μείωση του αναγκαίου χρόνου στο μισό, η κάθε καρέκλα αξίζει 50 δρχ. Παράγει όμως 16 καρέκλες, οπότε τα ακαθάριστα έσοδα του είναι πάλι 800 δρχ. Θα δώσει στον εργάτη 100, και θα κρατήσει 700 για να τις διαθέσει όπως αυτός νομίζει.

Στις 8 καρέκλες οι 800 δρχ. είναι αξία, αλλά από αυτές οι 700 είναι υπεραξία για τον καπιταλιστή. Το ίδιο μέγεθος αξίας και υπεραξίας υπάρχει και στις 16 καρέκλες. Η σχετική μείωση της αξίας στην δεύτερη περίπτωση, φαίνεται από πρώτη ματιά ασήμαντη αφού τα απόλυτα μεγέθη της αξίας και της υπεραξίας έμειναν αμετάβλητα. Όπως όμως θα δούμε, περνώντας από εξέταση το ποσοστό υπεραξίας, που είναι εξέταση του ποσοστού κέρδους και του νόμου της πτωτικής τάσης του, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η αντίθεση μεταξύ αξίας και αξίας χρήσης είναι αρκετή για να βυθίσει ολόκληρο το σύστημα σε κρίση και να οξύνει τους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς.

Επεκτείνοντας ο καπιταλιστής την παραγωγή του, από 8 σε 16 καρέκλες, διατήρησε την υπεραξία, δεν έλυσε όμως την εσωτερική αντίθεση, την ύπαρξη της οποίας μάλλον δεν υποπτεύεται.

Τι θα συμβεί όμως αν δεν καταφέρει να πουλήσει και τις 16 καρέκλες; Σε αυτή την περίπτωση, κάθε περεταίρω αύξηση της παραγωγικότητας θα έχει σαν αποτέλεσμα, όχι πλέον την σχετική πτώση της αξίας, αλλά μια απόλυτη πτώση.

Το μεροκάματο του εργάτη καθορίζεται μέσα από ταξικούς ανταγωνισμούς. Πέραν τούτου παρουσιάζει σχετική ανελαστικότητα. Δεν είναι δυνατό να αυξηθεί πέρα από το σημείο που θα βλάψει την ανταγωνιστικότητα του καπιταλιστή. Μα ούτε να συμπιεστεί πέρα από τα όρια που καθορίζονται από τις βιοτικές ανάγκες του εργάτη. Αν ο εργάτης είναι να πεθάνει απ’ την πείνα δουλεύοντας, θα προτιμήσει να πεθάνει τεμπελιάζοντας. Επομένως το μεροκάματο θα πρέπει να το υπολογίζουμε λίγο-πολύ σαν κάτι ανελαστικό. Τουλάχιστον όσο η καπιταλιστική κοινωνία δεν έχει βυθιστεί σε κρίση.

Αν και ο καπιταλιστής δεν θέλει να παράγει περισσότερες αξίες χρήσης γιατί αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση στην αγορά, μια νέα τεχνολογική καινοτομία διπλασιάζει και πάλι την παραγωγικότητα. Οι 16 καρέκλες γίνονται 32 στο 8ωρο. Τώρα επαρκούν 4 ώρες για να παραχθούν 16 καρέκλες. (Νομίζω, περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι ανακατατάξεις στην παραγωγικότητα συντελούνται σε βάθος χρόνου. Συντελούνται όμως. Και συχνά με άλματα).

Η εργατική δύναμη θα υποαπασχοληθεί. Ο τυχερός εργάτης που συνεχίζει να δουλεύει εξακολουθεί να πληρώνεται 100 δρχ. για μία ώρα. Ο καπιταλιστής όμως ιδιοποιείται μόνο 3 ώρες = 300 δρχ. Αντί να κρατάει για τον εαυτό του 7/8 της αξίας, όπως συνέβαινε πριν, τώρα μένουν στα χέρια του μόνο τα 3/4.

Είναι αυτονόητο πως κάθε παραπέρα ανάπτυξη της παραγωγικότητας -αναπόφευκτη, ειδικά σε συνθήκες αναρχούμενης παραγωγής που έχει μοναδικό κίνητρο το κέρδος- θα μειώνει συνεχώς την παραγομένη αξία (εφ’ όσον αύξηση της χρήσιμης αξίας δεν μπορεί να απορροφηθεί και επομένως περιττό να παραχθεί) συνεπώς -με σταθερό το μεροκάματο του εργάτη- θα μειώνετε και το τμήμα που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής: η υπεραξία. Τελικά, η αντίθεση θα υποχρεώσει το κέρδος να μετατρέπει στο αντίθετο του, σε ζημιά. Ο καπιταλιστής μοιραία θα πτωχεύσει. Μπορεί να επιβιώσει αν καταφέρει να εξομαλύνει την εσωτερική αντίθεση, με εξωτερική επέκταση. Δηλαδή αν κατορθώσει να καταστρέψει τους ανταγωνιστές του. Όμως, αν αυτό συμβεί σε κάποιο βαθμό, πολλοί από τους εργάτες που δούλευαν στον κλάδο θα μείνουν άνεργοι και δε θα είναι, φυσικά, σε θέση να αγοράζουν. Η αγορά θα στενέψει περισσότερο. Ο καπιταλιστής πετυχαίνει, απ’ την φύση του συστήματος, το αντίθετο απ’ αυτό που επιδιώκει. Δυστυχώς γι αυτόν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Είναι αναγκασμένος να σκάψει τον λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης.
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 29, 2013 2:15 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Ανάπτυξη της μορφής της Αξίας

Ο Μαρξ, στο μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο» αφού αναλύει λεπτομερειακά το διπλό χαρακτήρα της εργασίας που είναι στερεοποιημένη στα εμπορεύματα, περνά στην ιστορική ανάπτυξη της μορφής της αξίας για να φτάσει τελικά στην χρηματική μορφή. Μελετάει την ιστορική εξέλιξη της ανταλλαγής, αρχίζοντας από τις μεμονωμένες, τυχαίες πράξεις ανταλλαγής («απλή, μεμονωμένη η τυχαία μορφή της αξίας»: ανταλλαγή ορισμένης ποσότητας ενός εμπορεύματος με ορισμένη ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος), για να φτάσει στη γενική μορφή της αξίας, όπου μια ατελείωτη σειρά διαφορετικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με ένα μόνο εμπόρευμα που αναγνωρίζεται χάριν των ιδιοτήτων του ως η χρηματική μορφή της αξίας, ως το γενικό ισοδύναμο, και αυτό είναι ο χρυσός. Το χρήμα, σαν το ανώτατο προϊόν εξέλιξης της ανταλλαγής και της εμπορευματικής παραγωγής, συγκαλύπτει, και συσκοτίζει την κοινωνική φύση των ατομικών εργασιών, την κοινωνική σύνδεση ανάμεσα στους χωριστούς παραγωγούς που στην πραγματικότητα αποτελούν, μέσω της αγοράς, μονάδες ενός ενιαίου και αδιάσπαστου συνόλου. Ο Μαρξ υποβάλλει σε εξαιρετικά λεπτομερή ανάλυση τις λειτουργίες του χρήματος που καμιά φορά μοιάζει να είναι καθαρά απαγωγική, στην πραγματικότητα όμως αφορά ένα τεράστιο υλικό γεγονότων από την ιστορία της εξέλιξης της ανταλλαγής και της εμπορευματικής παραγωγής. «Το χρήμα προûποθέτει ένα ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της εμπορευματικής ανταλλαγής. Οι διάφορες μορφές του χρήματος -απλό εμπορευματικό ισοδύναμο ή μέσο κυκλοφορίας ή μέσο πληρωμής, αποθησαυρισμού και παγκόσμιο χρήμα- δείχνουν, ανάλογα με τη διαφορετική έκταση τής εφαρμογής τής μιας ή τής άλλης λειτουργίας, ανάλογα με τη σχετική επικράτηση μιας απ’ αυτές, πολύ διαφορετικές βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης της παραγωγής –Καρλ Μαρξ»

Μέχρι στιγμής έχουμε ασχοληθεί με την στοιχειώδη μορφή της αξίας. Φυσικά, δεν ανταλλάσουμε πλέον πράγμα με πράγμα. Το εμπόριο διεξάγεται με την μεσολάβηση του χρήματος αλλά και του χαρτονομίσματος γνωστού ευρέως και ως τραπεζογραμμάτιο το οποίο, εκδίδεται κατά κανόνα από την κεντρική τράπεζα κάθε εθνικού κράτους.[2] Η χρήση χαρτονομίσματος στην Ευρώπη άρχισε να διαδίδετε τον 17ο αιώνα, ενώ στην Κίνα το 7ο αιώνα. Πως φτάσαμε στην χρηματική μορφή της αξίας και τι είναι αυτή;

Θα περιγράψουμε την διαδικασία ανάπτυξης της μορφής της αξίας συνεχίζοντας με την εξίσωση:



Εδώ μια ορισμένη αξία χρήσης, το πρόβατο, σχετίζει τον εαυτό του με άπειρο αριθμό ισοδύναμων. Με το ύφασμα, το στάρι, το σίδερο κλπ. Αυτή την μορφή της αξίας ο Μάρξ την ονομάζει ολική ή ανεπτυγμένη μορφή.

Στην αναπτυσσόμενη μορφή η διαφοροποίηση της αξίας από την χρήσιμη αξία έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, σε σχέση με την απλή ή τυχαία μορφή της αξίας. Το πρόβατο δεν ενδιαφέρεται ποια θα είναι η χρήσιμη αξία που θα εκφράσει τη δική του αξία. Μπορεί να είναι το ύφασμα, το στάρι ή οποιοδήποτε άλλο είδος του άπειρου κόσμου των εμπορευμάτων. Έτσι η ανταλλακτική αξία αρχίζει να εμφανίζεται καθαρότερα ως η υλική όψη αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας, αφού τα καταφέρνει να εκφράζει την αξία μια ορισμένης χρήσιμης αξίας, που είναι εδώ το πρόβατο, αδιάφορα από την ποικιλία των συγκεκριμένων ωφέλιμων εργασιών.

Η γενική μορφή

Στο προηγούμενο παράδειγμα το πρόβατο τοποθετήθηκε στη σχετική μορφή της αξίας απέναντι σ’ ένα άπειρο αριθμό ισοδύναμων. Θα μπορούσαμε, και εντελώς δικαιολογημένα, λόγω της πραγματικής ιστορικής εξέλιξης των ανταλλαγών, να κάνουμε και το αντίθετο:



Τώρα, ο άπειρος κόσμος των εμπορευμάτων εκφράζει την αξία του απλά και ενιαία , στο ίδιο και μοναδικό εμπόρευμα. Ένα και μόνο ισοδύναμο γίνεται η έκφραση όλων γενικά των διαφορετικών αξιών χρήσης. Αυτή την μορφή, ο Μαρξ την ονομάζει Γενική μορφή της αξίας.

Στην γενική μορφή, ο πολυποίκιλος και άπειρος κόσμος των εμπορευμάτων, έχει ένα κοινό παρανομαστή. Κάθε ξεχωριστή χρήσιμη αξία αναγνωρίζει τον εαυτό της στο πρόβατο. Αν και το πρόβατο είναι κάτι ριζικά διαφορετικό, όχι μόνο από τη χρήσιμη αξία π.χ. του σίδηρου, αλλά ταυτόχρονα και από όλες τις άλλες χρήσιμες αξίες. Ωστόσο το πρόβατο έχει και κάτι κοινό με το σίδηρο, το ύφασμα και με όλα τα αδελφά εμπορεύματα. Είναι η ουσία, η ψυχή όλων των διαφορετικών εμπορευμάτων που εγκατέλειψε το σώμα τους και εμφανίζεται με προβατίσια μορφή. Και αυτή η ουσία, η ψυχή των εμπορευμάτων, δεν είναι παρά η αξία τους. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή τους. Η αξία απόκτησε στο πρόβατο υλική όψη, ανεξάρτητη από τις άπειρες, διαφορετικές, αξίες χρήσης, αφού η κάθε μια από αυτές μπορεί να το έχει σαν κοινό παρανομαστή.

Φυσικά, το πρόβατο που στο παράδειγμα μας βρίσκεται στην θέση του ισοδύναμου, μπορεί να βρεθεί και στη σχετική μορφή: 1 πρόβατο = 20 πήχες ύφασμα ή 2 σακάκια ή 50 κιλά στάρι κλπ.

Αυτό ισχύει και για την ανεπτυγμένη μορφή όπου τα πρόβατο έχει τοποθετηθεί μόνο αυτό στη θέση της σχετικής μορφής: 1 πρόβατο = 20 πήχες ύφασμα, 1 πρόβατο = 2 σακάκια κλπ.

Κάθε εμπόρευμα, που παίρνει τη θέση του ισοδύναμου, οφείλει αυτό το δικαίωμα του στο γεγονός ότι μπορεί να βρίσκεται και στην σχετική μορφή. Για να έχει το δικαίωμα του ισοδύναμου, πατρίδα του πρέπει να είναι ο κόσμος των εμπορευμάτων, νάναι πολίτης αυτού του κόσμου, με τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Πρέπει να εξυπηρετεί κάποια ανθρώπινη ανάγκη, να είναι υλοποιημένη αξία και σαν τέτοιο να εκφράζει ως ανταλλακτική αξία, άλλα εμπορεύματα ή τον εαυτό του σε άλλες ανταλλακτικές αξίες.

Καθώς περιγράφουμε την ανεπτυγμένη και την γενική μορφή της αξίας, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως και οι δύο εξισώσεις που πήραμε σαν παράδειγμα λένε το ίδιο πράγμα αφού το μόνο που κάναμε ήταν η αντιστροφή των όρων. Ακόμα θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι δεν διαφέρουν ουσιαστικά ούτε από την απλή εξίσωση, λινό = σακάκι, αφού η κάθε μια μπορεί να είναι μέρος μιας άπειρης σειράς τέτοιων εξισώσεων.

Ωστόσο λένε το ίδιο πράγμα μόνο αν τις πάρουμε σαν μαθηματικές εξισώσεις. Αντίθετα, σαν διαφορετικές μορφές έκφρασης της αξίας διαφέρουν και λογικά και προπάντων ιστορικά.

Η απλή μορφή αντιστοιχεί στις απαρχές της εμπορευματικής παραγωγής όπου τα προϊόντα ανταλλάσσονταν τυχαία. ¨Όταν ένας κλάδος της παραγωγής αναπτύχτηκε περισσότερο από τους άλλους και τα προϊόντα του, π.χ. τα ζώα, έπαψαν να ανταλλάσσονται σποραδικά και τυχαία αλλά συχνά-πυκνά έχουμε την γενίκευση ενός φαινομένου που το αναπαραστήσαμε με την εξίσωση της αναπτυγμένης μορφής. Η μορφή αυτή συναντιέται κιόλας στα ομηρικούς θρύλους.
Καθώς αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις σε όλους τους κλάδους, οι αλληλοσυσχετισμοί των εμπορευμάτων αποκτούν αναπόφευκτα τις πιο ποικίλες μορφές. Σ’ αυτό το στάδιο ξεχωρίζουν, το ίδιο αναγκαία, από τον κόσμο των εμπορευμάτων, ορισμένα προϊόντα που εκπληρώνουν εκ περιτροπής τον ρόλο του γενικού ισοδύναμου. Μοιάζουν με το χρήμα και είναι προάγγελοι του. Αυτά τα εμπορεύματα δεν είναι τυχαία, αλλά οφείλουν τον ρόλο τους σε ορισμένες έμφυτες ή μη ιδιότητες που τα καθιστούς γενικώς αποδεκτά και ανά πάσα στιγμή ανταλλάξιμα.

Στην ελληνική επαρχία το ρόλο αυτό είχαν κάποτε τα αυγά. Τα αποχτούσες ανταλλάσοντας τα με τομάτες, ύφασμα κλπ. Ο νέος κάτοχος δεν τα έπαιρνε για να τα τηγανίσει αλλά σα σώμα της αξίας για τις τομάτες ή το ύφασμα κλπ. Στα αυγά κρατούσε τη ψυχή εκείνων των προϊόντων που είχε παράγει πλεοναστικά και δεν ήταν γι’ αυτόν αξίες χρίσης. Μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει ως ανταλλακτικό μέσο για να αποκτήσει άλλα προϊόντα, π.χ. μακαρόνια. Έτσι τα αυγά γίνονται το ανταλλακτικό έσω για να «αγοράσει» ο κάτοχος τους κρέας, μακαρόνια κ.ά. Γίνονται το σώμα της αξίας που πάνω τους μετρούν τον εαυτό τους διαφορετικά εμπορεύματα, εξισώνονται μ’ αυτό και έτσι μεταξύ τους.

Τα αυγά έχουν αυτό τον ρόλο γιατί είναι ποσότητα διαιρούμενη, είναι αξία και ταυτόχρονα χρήσιμη αξία. Στο κάτω-κάτω μπορείς να τα τηγανίσεις ή να τα βράσεις.

Δεν κρατούν όμως μόνιμα την θέση του γενικού ισοδύναμου. Σε διαφορετικές εποχές του έτους , σε διαφορετικές επαρχίες ή σε διαφορετικές χώρες, άλλες αξίες χρήσης γίνονται γενικώς αναγνωρίσιμα και έτσι σε κάθε στιγμή ανταλλάξιμα.

___________________________________________________
[2] Ας σημειώσουμε παρενθετικά ότι στην θέση των εθνικών νομισμάτων, κυκλοφορεί σήμερα στην Ευρώπη το Ευρώ, που εκδίδει η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα στην Φρανκφούρτη. Θα ασχοληθούμε στο τέλος μ’ αυτή την τυχοδιωκτική απόπειρα καθιέρωσης πανευρωπαϊκού τραπεζογραμματίου, σε μια Ευρώπη ανισόμερης ανάπτυξης και ιστορικά διαιρεμένης σε έθνη και εθνικά κράτη.
Επιστροφή στην κορυφή
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Ιούλ 31, 2013 10:16 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Η χρηματική μορφή

Όπως ακριβώς βάλαμε τα αυγά, το πρόβατο και διάφορα άλλα αγαθά στη θέση του γενικού ισοδύναμου θα μπορούσαμε να βάλουμε και το χρυσό. Είναι και ο χρυσός ένας πολίτης στον κόσμο των εμπορευμάτων. Δεν έχει μόνο αξία αλλά και αξία χρήσης. Είναι αναγκαίος στην βιομηχανία, στην ιατρική, στην κατασκευή κοσμημάτων και σε πολλές άλλες χρήσεις. Έτσι θα έχουμε:

20 πήχες ύφασμα
8 κιλά σίδηρο
40 κιλά στάρι = χρυσός
2 σακάκια
200 αυγά
κλπ.

Στο πέρασμα από την Α μορφή στη Β και από την Β στη Γ παρατηρήσαμε ότι συντελούνται αλλαγές. Από την Γ όμως στην Δ δεν υπάρχει καμία αλλαγή. Απλά στη θέση του πρόβατου ή των αυγών βάλαμε τον χρυσό. Μπορεί και αυτός να παίρνει τη θέση του και στους δύο όρους της εξίσωσης. Πότε στη σχετική και πότε στην ισοδύναμη μορφή.

Ιστορικά, ο χρυσός κατάφερε να λειτουργεί όλο και περισσότερο από τις άλλες αξίες χρήσης σαν γενικό ισοδύναμο. Τελικά κατάκτησε το μονοπώλιο αυτής της θέσης. Όχι χάρη στην λαμπρή του εμφάνιση, αλλά χάρη σε ορισμένες έμφυτες ιδιότητες που τον ξεχώρισαν από τα άλλα είδη. Πριν από καθετί έχει το προνόμιο να ενσωματώνει τεράστια μεγέθη αξίας σε πολύ μικρό όγκο. Όχι χάρη σε κάποιο μεταφυσικό προνόμιο μα διότι χρειάζεται πολύς κόπος, πολύς χρόνος, για να παράγουμε μικρές ποσότητες χρυσού. Πρέπει να σκάψουμε πολύ, συχνά ματαίως, να κοσκινίσουμε τεράστιους όγκους χώμα, για να αποκτήσουμε ελάχιστα γραμμάρια.

Έπειτα, ο χρυσός δεν φθείρεται εύκολα. Δεν οξειδώνεται. Μπορούμε να τον λιώσουμε σε θερμοκρασία 1064,43 °C και να τον μετατρέψουμε σε ράβδους, μετά σε νομίσματα, να διαιρεθεί σε μικρότερα τεμάχια και να αντιπροσωπεύσει μικρότερες αξίες, να γίνει κοσμήματα, να χρησιμοποιηθεί στην ιατρική, σε μεγάλη ηλεκτρική αγωγιμότητα και σε πολλά άλλα πεδία χωρίς κατα την διάρκεια αυτών των μεταμορφώσεων να υπάρξουν απώλειες σε οξείδωση. Χάρη σ’ αυτές και σε άλλες ιδιότητες κατάκτησε την επίζηλη θέση του γενικού ισοδύναμου.

Πριν τον χρυσό την θέση αυτή κατείχε ο άργυρος ή ασήμι. Και τούτο επειδή δεν βρίσκεται αμιγές στη φύση αλλά αναμιγμένο με άλλα στοιχεία όπως μόλυβδος, χαλκός κ.α.. Σε παλιότερες εποχές, όταν η τεχνολογία δεν είχε αναπτυχτεί αρκετά, απαιτείτο πολύς χρόνος για την παραγωγή αργύρου παρά χρυσού. Ο χρυσός είναι μεν δυσεύρετος αλλά δεν αναμιγνύεται στην φύση με άλλα στοιχεία. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας απλούστευσε τον διαχωρισμό του αργύρου από τα άλλα υλικά, έτσι περιορίστηκε η αξία του και επέτρεψε στον χρυσό να κυριαρχήσει.

Απ’ την στιγμή που ο χρυσός κατακτά το μονοπώλιο του γενικού ισοδύναμου, αποκλείοντας όλες τις άλλες αξίες χρήσης από αυτή την θέση, απέκλεισε και τον εαυτό του από την θέση της σχετικής μορφής.

Όλα τα εμπορεύματα έχουν μια δεύτερη αξία χρήσης εκτός από την κανονική. Μπορούν να καταναλωθούν σαν φυσικά σώματα, μα επίσης να χρησιμεύσουν και σαν ανταλλακτικά μέσα. Τον δεύτερο ρόλο τους τον αναλαμβάνουν τυχαία. Ο πρώτος -η ικανότητα τους να ικανοποιούν κάποια φυσική ανάγκη του ανθρώπου- είναι η βασική και κυριαρχική χρησιμότητα τους.

Ο χρυσός όμως αποκλείοντας τον εαυτό του από την σχετική μορφή κάνει την δεύτερη χρησιμότητα του πρωταρχική. Γίνεται χρηματικό εμπόρευμα. Δεν τον ζητάμε παρά μόνο δευτερευόντως για να φτιάξουμε χρυσά δόντια ή κοσμήματα μα πρωταρχικά σαν το γυμνό σώμα της αξίας, το κοινωνικά αναγνωρίσιμο, ανά πάσα στιγμή ανταλλάξιμο, ως το μέτρο της αξίας των άλλων εμπορευμάτων, ως ανταλλακτικό μέσο.

Όταν ο χρυσός καταχτήσει αποκλειστικά τη θέση του γενικού ισοδύναμου τότε η Δ μορφή της αξίας γίνεται διαφορετική από την Γ μορφή. Εμφανίζεται πλέον ως η χρηματική μορφή της αξίας. Στην χρηματική μορφή η αξία απέκτησε σταθερή και ανεξάρτητη ύπαρξη, τυπικά απαλλαγμένη από τη φυσική της χρήσιμη αξία.

Ο ιδιαίτερος ρόλος του χρυσού σαν σώμα της αξίας έχει κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι αξίζει, έτσι επειδή αξίζει! Ωστόσο η κατανόηση των λειτουργιών του -των λειτουργιών του χρήματος- δεν είναι δυνατή χωρίς να βάλουμε καλά στον νου μας ότι ο χρυσός κατέχει αυτή την θέση μόνο επειδή είναι κι αυτός ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα, αποτελεί υλοποίηση αφηρημένου χρόνου εργασίας και είναι αξία χρήσης. Στο κάτω-κάτω τον κάνουμε κοσμήματα ή τον χρησιμοποιούμε στην βιομηχανία και την υψηλή τεχνολογία.


Μέτρο αξιών και μέτρο των τιμών

Συνήθως μπερδεύουμε την έννοια του χρήματος με την έννοια των συμβόλων του χρήματος. Στην πραγματικότητα, χρήμα είναι μόνο ο χρυσός διότι, εκτός από όλες τις άλλες ιδιότητες που αναφέραμε, κυρίως είναι αξία χρήσης και στερεοποιημένος χρόνος εργασίας. Και, στο εξής, όταν μιλάμε για χρήμα θα εννοούμε πάντα το κίτρινο μέταλλο. Παρόλα αυτά όταν μιλάμε για χρυσό δεν εννοούμε πάντα το χρήμα.

Γιατί όμως ο χρυσός είναι το μοναδικό χρήμα και δεν μπορεί να έχει τον ίδιο ρόλο δίπλα του και ένα άλλο πολύτιμο μέταλλο, π.χ. ο άργυρος;

Πραγματικά κάθε εμπόρευμα έχει δικαίωμα να εκφράζει την αξία του με οποιαδήποτε ανταλλακτική αξία. Ωστόσο εκείνο που χαρακτηρίζει το χρήμα είναι πρώτα και κύρια η λειτουργία του ως μέτρο των αξιών. Για να δώσει ο ράπτης το σακάκι του για 6 ουγκιές χρυσό πρέπει αυτό το ποσό χρυσού να υλοποιεί τον ίδιο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που υλοποιεί το σακάκι. Αν η αξία του χρυσού παραμένει σταθερή και ο ράφτης δώσει ένα ολόκληρο κουστούμι για 12 ουγκιές, πάει να πει πως για το κουστούμι ξοδεύτηκε διπλάσιος χρόνος εργασίας –έχει διπλή αξία.

Όταν όμως μιλάμε για μέτρο αναφερόμαστε σε κάτι που έχει γενική κοινωνική ισχύ όπως για παράδειγμα τα μέτρα μήκους, όγκου, βάρους κλπ.

Είναι γνωστό ότι μέτρα μήκους υπάρχουν διάφορά και λειτουργούν ταυτόχρονα. Π.χ. το πασέτο και η γυάρδα. Πρόκειται όμως για νεκρά μέτρα. Το μέτρο της αξίας είναι ριζικά διάφορο. .Ο χρυσός στερεοποιεί χρόνο εργασίας και δυνάμει αυτού του γεγονότος, κατά πρώτο λόγο, μπορεί να χρησιμεύει για μέτρο. Στερεοποίηση χρόνου εργασίας είναι και ο άργυρος.

Ξέρουμε όμως ότι η παραγωγικότητα της εργασίας συνεχώς αλλάζει, και για το ένα και για το άλλο, και μάλιστα ανομοιόμορφα. Έτσι οι αξίες τους δεν βρίσκονται σε σταθερή αναλογία. Ενώ η γυάρδα είναι πάντα 91,44 εκ. του πασέτου, ο άργυρος αντιπροσωπεύει σήμερα 2/131 της αξίας του χρυσού, αλλά αύριο μπορεί να αντιπροσωπεύει 2/160 ή 1,5/160 κλπ.

Αν η τιμή του αργύρου έπεφτε ο καθένας θα αγόραζε με ασήμι και θα πουλούσε για χρυσό ή θα ξεφορτωνόταν με κάθε τρόπο το ασήμι αντί χρυσού. Το κράτος που θα είχε εκδώσει χρυσά και ασημένια νομίσματα, σαν ενιαίο μέτρο, θα πλήρωνε την ελαφρόμυαλη ενέργεια του με τεράστια ζημιά. Γι’ αυτό στο παρελθόν, κάθε απόπειρα για νομοθετική επιβολή διμεταλλικού συστήματος κατέληγε σε παταγώδη αποτυχία.

Ο χρυσός είναι το μοναδικό μέτρο. Μα όλες οι λειτουργίες του χρήματος προûποθέτουν τη λειτουργία του μέτρου. Γι’ αυτό και ο χρυσός είναι το μοναδικό χρήμα. Το ασήμι, ο χαλκός και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα περιορίζονται στον ρόλο των συμβόλων, που θα μας απασχολήσουν παρακάτω.

Ο ράφτης της εποχής του Μαρξ για να μετρήσει την αξία του σακακιού δεν είχε ανάγκη ούτε μόριο χρυσού. Μόλις το ετοιμάσει θα το βάλλει στην βιτρίνα με μια ταμπελίτσα που θα γράφει «6 ουγγιές». Η νοερή αυτή παράσταση της ανταλλακτικής αξίας σε χρήμα είναι η τιμή. Η τιμή είναι η φλογερή ματιά που ρίχνει το σακάκι στο εμπόρευμα-χρήμα.

Αν ο πελάτης βρεθεί, και περάσουν 6 ουγκιές στα χέρια του ράφτη, οι πόθοι του σακακιού θα έχουν ικανοποιηθεί. Η αξία του θα έχει βρει την δικαίωση της στην ανταλλακτική αξία. Παρόλα αυτά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο πελάτης θα βρεθεί ή αν βρεθεί ότι θα δώσει στον ράφτη την τιμή που ζητάει. Η τιμή βασίζεται στην αξία γενικά, αλλά αποτελεί μονάχα μια μορφή της. Επηρεάζεται από πολλά περιστατικά: τις μεταβολές στη αξία του σακακιού, στην αξία του χρυσού, και ιδίως στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Ο ρόλος του χρήματος σαν μέτρου των τιμών είναι εντελώς διαφορετικός από τον ρόλο του σαν μέτρου των αξιών.

Η τιμή παρουσιάζεται με μια μονάδα και τις υποδιαιρέσεις της. Στις απαρχές της χρηματικής κυκλοφορίας η μονάδα ήταν συμβατική και αυθόρμητη. Τελικά καθορίστηκε με νόμο. Στην χώρα μας, μονάδα των τιμών ήταν η χρυσή δραχμή. Υποδιαιρείται σε λεπτά ή δεκαπλασιαζόμενη, γίνεται το χρυσό 10δραχμο. Όποιες κι αν είναι οι μεταβολές στην αξία του χρυσού δεν θα έχουν καμιά επίδραση στο μέτρο των τιμών. Οι 10 δραχμές θα αξίζουν πάντα διπλά από τις 5 δραχμές.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Αύγ 04, 2013 9:55 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Κυκλοφορικό μέσο

Η πορεία του σακακιού αρχίζει στη βιτρίνα και τελειώνει στην φθορά του από κείνον που θα το φορέσει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις 6 ουγκιές. Αυτές θα συνεχίσουν το ταξίδι τους. Θα περάσουν από τα χέρια του υφαντουργού από όπου ο ράφτης θα αγοράσει ύφασμα, από τον υφαντουργό στον νηματουργό, κι έτσι συνέχεια θα προχωρούν συνεχώς σε όλες τις αρτηρίες του εμπορείου. Εδώ το χρήμα έχει τον ρόλο του κυκλοφορικού μέσου. Διαμεσολαβεί στην κίνηση των αξιών χρήσης.

Θα ήταν φυσικά μεγάλο εμπόδιο στις συναλλαγές αν για κάθε πώληση και αγορά χρειαζόταν να ελέγχεται το βάρος και η γνησιότητα του πολύτιμου μετάλλου. Πρέπει μια αναγνωρισμένη Αρχή να εγγυάται και για τα δύο. Έτσι έρχεται το κράτος, να καθορίσει μια ορισμένη μονάδα, και πάνω στα κομματάκια πολύτιμου μετάλλου να αποτυπώνει τα στοιχεία και το βάρος τους. Με άλλα λόγια αναλαμβάνει υπεύθυνα την έκδοση μεταλλικών νομισμάτων.

Όπως δύο σακάκια αξίζουν δύο φορές περισσότερο από ένα σακάκι, 12 ουγκιές χρυσός αξίζουν διπλά από τις 6 ουγκιές. Περισσότερο βάρος χρυσού, περισσότερη αξία και το αντίστροφο. Οι νομισματικές μονάδες, αρχικά τουλάχιστον, δεν ήταν παρά μονάδες βάρους. Σε ορισμένες χώρες οι ονομασίες τους εξακολουθούν να συμπίπτουν. Στην Αγγλία, Πάουντ, η χάρτινη λίρα, Πάουντ, η αγγλική μονάδα βάρους.

Στην κυκλοφορία όμως συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα. Τα νομίσματα ταλαιπωρούνται και φθείρονται. Το ονομαστικό βάρος τους χωρίζεται από το πραγματικό και συνεπώς η ονομαστική τους αξία από την πραγματική αξία. Η φθορά, και άλλα περιστατικά, όπως η καλπονοθεία της εκδοτικής Αρχής, ουσιαστικά μετέτρεψαν το πραγματικό χρήμα σε σύμβολο χρήματος. Η εμφάνιση και η λειτουργία των συμβόλων, πηγάζει ιστορικά από την λειτουργία του πραγματικού χρήματος σαν κυκλοφορικού μέσου.

Στην κυκλοφορία τα νομίσματα, χρυσά, αργυρά και χάλκινα, δεν αντιπροσωπεύουν το δικό τους βάρος και την δική τους αξία, αλλά συμβολίζουν ορισμένο βάρος και αξία.

Και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Όταν το ίδιο το μέταλλο μπορεί να κυκλοφορεί ως απλό σύμβολα αξίας, γιατί να μην αντικατασταθεί τελείως από χάρτινα σύμβολα και να γλυτώσει έτσι από την φθορά που υφίσταται το πολύτιμο μέταλλο κατά την κυκλοφορία; Τα σύμβολα αυτά είναι τα χαρτονομίσματα.

Στο χαρτονόμισμα ο συμβολικός χαρακτήρας των κυκλοφορικών μέσων γίνεται ολοφάνερος. Τα χάρτινα σήματα δεν έχουν από μόνα τους καμία αξία ή είναι τόσο ευτελής που δεν υπολογίζεται. Όταν αγοράζουμε ένα σακάκι με 2.000 δρχ. δεν ανταλλάσουμε βέβαια δύο άχρηστα χαρτάκια με ένα προϊόν κοπιαστικής εργασίας. Ανταλλάσουμε πάντα ισάξια εμπορεύματα. Σακάκι αντί χρυσού, μόνο που ο χρυσός δεν εμφανίζεται αυτοπροσώπως, αλλά με αντιπρόσωπο. Ο ράφτης αποδέχεται τα χάρτινα σύμβολα γιατί η αναγνωρισμένη Αρχή, το κράτος, τα εγγυάται με ίσα ποσά πραγματικής αξίας, με χρυσό. Με την ευκαιρία, ας πούμε πως αυτό είναι και μια απάντηση στους φαντασιόπληκτους καθηγητάδες των αστικών οικονομικών πανεπιστημίων που ονειρεύονται κατάργηση του «χρυσού κανόνα». Όλη τους η σοφία θα αποδείχνεται πάντα ανίκανη να πείσει τον κάτοχο της όποιας πραγματικής αξίας να την αποχωριστεί για μερικά ανάξια και άχρηστα χαρτάκια.

Το μέγεθος των συμβόλων, μεταλλικών και χάρτινων, που ρίχνονται στην κυκλοφορία, δεν είναι αυθαίρετο αλλά ίσο με το μέγεθος της πραγματικής αξίας που συμβολίζουν και που βρίσκεται πίσω τους, στα χέρια της εκδοτικής αρχής.

Και εδώ προκύπτει το ερώτημα: αν το μέγεθος των συμβόλων δεν είναι αυθαίρετο μα καθορίζεται από το μέγεθος του πραγματικού χρήματος, τι είναι αυτό που καθορίζει την αναγκαία για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων ποσότητα χρήματος;

Ο ράφτης πουλάει το σακάκι προς 2.000 δρχ. Με αυτές αγοράζει από τον υφαντουργό ύφασμα 2.000 δρχ. Εμπορεύματα 4.000 δρχ. κυκλοφόρησαν με το μισό χρηματικό ποσό. Αν ο ράφτης είχε πουλήσει δύο σακάκια προς 4.000 δρχ. τότε συναλλαγή 8.000 θα συντελούνταν με 4.000 δρχ. Το μέγεθος του χρηματικού ποσού καθορίζεται από το ύψος των τιμών.

Ωστόσο η πώληση του σακακιού ακολουθήθηκε από σειρά πωλήσεων. Ο υφαντουργός πούλησε στον ράφτη ύφασμα, στον υφαντουργό πούλησε νήμα ο νηματουργός, και σε αυτόν βαμβάκι ο βαμβακουργός. Σακάκι - 2.000 - ύφασμα - 2.000 - νήμα - 2.000 - βαμβάκι 2.000. Πραγματοποιήθηκαν εμπορικές συναλλαγές ύψους 8.000 δρχ. οι οποίες εξυπηρετήθηκαν μόνο με 2000 δρχ..

Ενώ το αναγκαίο μέγεθος ανταλλακτικών μέσων καθορίζεται βασικά από τις τιμές, δέχεται δραστική επίδραση και άλλων περιστατικών, όπως είναι η ταχύτητα συναλλαγών. Η σχέση με αυτή την ταχύτητα είναι αντιστρόφως ανάλογη. Περισσότερες εμπορικές πράξεις στον ίδιο χρόνο εξυπηρετούνται με λιγότερο χρήμα. Και η εντύπωση που δίνεται στον κόσμο της αγοράς είναι ότι κυκλοφορεί πολύ χρήμα. Και η αντίστροφη εντύπωση όταν οι εμπορικές πράξεις καρκινοβατούν.

Στο παράδειγμα σακάκι - ύφασμα - νήμα - βαμβάκι, 2000 δρχ. (το χρήμα) μεσολαβεί σε κάθε ανταλλαγή αξιών χρήσης αλλά με τα αγαθά που δημιουργεί και ανταλλάσει με τον αυθόρμητο και έστω δίχως σχέδιο καταμερισμό της εργασίας. Ο άνθρωπος δεν ζει με το χρήμα αλλά με την κατανάλωση χρήσιμων αξιών. Σε αυτή την διαδικασία το χρήμα διαμεσολαβεί. Δεν είναι ο σκοπός αλλά μόνο το μέσο.

Στο καπιταλιστή το μέσο ανάγεται σε σκοπό. Αν παρατηρήσετε τους λογαριασμούς του θα διαπιστώσατε ότι αρχίζει ανάποδα. Γι’ αυτόν στην αρχή και στο τέλος κάθε κύκλου δεν βρίσκεται το εμπόρευμα, μα το χρήμα. Δεν πουλάει για να αγοράσει, μα αντίθετα αγοράζει για να πουλήσει: Χρήμα - Εμπόρευμα - Χρήμα.

Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, άνθρωπος και καπιταλιστής είναι αντίθετα. Ό,τι για τον πρώτο είναι μέσο, για τον δεύτερο είναι σκοπός.

Επειδή ο κεφαλαιοκράτης ξεκινάει με την επένδυση χρήματος, ο κόσμος αναποδογυρίζεται στην συνείδηση του. Φαντάζεται ότι η κυκλοφορία των εμπορευμάτων απλώς αντανακλά την κυκλοφορία του χρήματος και όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας δεν έχει καμιά αμφιβολία περί αυτού. Ωστόσο, στην πραγματικότητα το χρήμα κυκλοφορεί μόνο επειδή κυκλοφορούν τα εμπορεύματα.

Τα εμπορεύματα είναι καταναλωτικές αξίες που εκφράζονται με ανταλλακτικές αξίες. Οι τιμές είναι η νοερή απόδοση των ανταλλακτικών αξιών. Αυτό σημαίνει πως διαμέσου των τιμών, το αναγκαίο μέγεθος ανταλλακτικών μέσων καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων που έχουν ριχτεί στην κυκλοφορία. Περισσότερες αξίες, περισσότερα ανταλλακτικά μέσα, και το αντίστροφο.

Ωστόσο η σχέση μεταξύ εμπορευμάτων και ανταλλακτικών μέσων διαρκώς διαταράσσεται. Πότε γιατί συντελούνται μεταβολές στην παραγωγικότητα, όσον αφορά τα εμπορεύματα και τον χρυσό, πότε γιατί ρίχνονται στην κυκλοφορία ανισόρροπα περισσότερες ή λιγότερες ποσότητες εμπορευμάτων ή χρυσού.

Αν τα ανταλλακτικά μέσα, το χρήμα, προσφέρονται σε μεγαλύτερες αναλογίες από τις αξίες που πρόκειται να εκφράσουν, τότε το δικό τους μεγαλύτερο μέγεθος αξίας πρέπει να εξισωθεί με το μικρότερο μέγεθος αξίας των εμπορευμάτων. Η τιμή των εμπορευμάτων ανεβαίνει πάνω από την αξία τους. Αντίστροφα, αν η προσφορά χρήματος είναι κάτω από την αξία των εμπορευμάτων, η τιμή τους πέφτει.

Αυτό δεν ισχύει μόνο στη σχέση των εμπορευμάτων και χρήματος, αλλά και στη σχέση των εμπορευμάτων μεταξύ τους. Αν η παραγωγή των προϊόντων ενός ορισμένου κλάδου υπερβεί την ποσότητα που ζητάει η αγορά, ή αν είναι κάτω από τη στάθμη των αναγκών της αγοράς, με άλλα λόγια αν δεν βρίσκεται στην σωστή αναλογία με τα προϊόντα των άλλων κλάδων της παραγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι άλλοτε μια περιορισμένη ζήτηση σε σχέση με την προσφορά, και άλλοτε το αντίστροφο.

Επειδή οι ανταλλαγές δεν είναι πράξεις ελεύθερης βούλησης, αλλά απαραίτητες για την επιβίωση του ανθρώπου, πραγματοποιούνται αναγκάστηκα και όχι προαιρετικά και μόνον όταν συμφέρει. Αν τα προϊόντα βρίσκονται σε σχέση ανισορροπίας με το χρήμα ή μεταξύ τους , λειτουργεί ο γνωστός σε όλους νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, που εκδηλώνεται με την κίνηση των τιμών, πάνω ή κάτω, από το επίπεδο της αξίας.

Οι διαταραχές της ισορροπίας ανάμεσα στα εμπορεύματα και τα ανταλλακτικά μέσα, όταν οφείλονται σε μεταβολές στην ταχύτητα κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και σε άλλα περιστατικά της καθημερινότητας, ρυθμίζονται από τις τράπεζες που απορροφούν όσο χρήμα πλεονάζει ή ρίχνουν στην κυκλοφορία όσο χρήμα λείπει, και αυτό βέβαια γίνεται αυτόματα, και πάλι με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης χρήματος.

Η ανισορροπία, όμως, ανάμεσα στα εμπορεύματα και κυκλοφορικά μέσα, όταν δεν οφείλεται σε απλές διαταραχές, δεν επιδέχεται τραπεζικές ρυθμίσεις. Μια γενική αύξηση των αξιών, που κυκλοφορούν στην αγορά, απαιτεί πραγματική αύξηση των κυκλοφορικών μέσων, ή μια αύξηση των ανταλλακτικών μέσων απαιτεί αύξηση των παραγόμενων αξιών. Με άλλα λόγια, η ισορροπία πρέπει να ξανα-εγκαθιδρύεται πότε με την μερική ή την ολική επέκταση της παραγωγής των εμπορευμάτων, πότε με την επέκταση της παραγωγής χρυσού.


Εδώ όμως παρεμβάλλονται άλλα προβλήματα. Είναι σε θέση η αγορά να απορροφά μια συνεχώς επεκτεινόμενη παραγωγή εμπορευμάτων;

Στην πραγματικότητα, η αναρχία και ο ανταγωνισμός του χαμηλού κόστους στην παραγωγή αξιών χρήσης, που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, βάζει στην αγορά λίγο-πολύ ανελαστικά όρια.

Ξεκινώντας από την αντίφαση αξίας και χρήσιμης αξίας, όπως την αναλύσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, και με την υπόθεση ότι η αγορά έχει κορεστεί, κάθε παραπέρα αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας -έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη σε αυτό το ανταγωνιστικό σύστημα- θα προκαλεί μείωση στην παραγόμενη αξία. Αυτή η μείωση δημιουργεί με την σειρά της οργανική ανάγκη μείωσης των ανταλλακτικών μέσων είτε με την υποτίμηση τους είτε με την μερική απόσυρση από την κυκλοφορία.

Οι Τράπεζες και οι άλλοι οικονομικοί οργανισμοί αδυνατούν να δώσουν απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Αποσύρουν χρήμα απ’ την κυκλοφορία μόνο με τον όρο να το ξαναρίξουν μέσα σε αυτή. Το χρήμα όμως είναι συστατικό του κεφαλαίου , και σαν κεφάλαιο προορισμό του έχει την υπεραξίωση. Αναζητά με βουλιμία κερδοφόρο διέξοδο. Να κρατηθεί έξω από την κυκλοφορία ισοδυναμεί με καταστροφή.

Μοιραία η διάδοχη κατάσταση είναι ο πλεονασμός. Υποχρεωμένο να εξισώνει την μεγαλύτερη αξία του με μικρότερες αξίες εμπορευμάτων παγιδευμένων στα όρια της συμπιεσμένης αγοράς, καταλήγει να υποτιμηθεί.

Αυτό είναι το φαινόμενο του πληθωρισμού που εκδηλώνεται με άνοδο στις τιμές όλων των αγαθών, συνέπεια της υποτίμησης του χρήματος.

Συνήθως πιστεύεται ότι μόνο το χαρτονόμισμα υποτιμείται. Στην πραγματικότητα αυτό δεν έχει ούτε αξία ούτε τιμή. Συμβολίζει μόνο την κίνηση των πραγματικών αξιών και τα προβλήματα που αναφύονται σ’ αυτή.

Το χρήμα όμως έχει την τιμή του. Μπορούμε να το πούμε αυτό συμβατικά τουλάχιστον. Δίνεται με την αντιστροφή των όρων του τιμολογίου. Με άλλα λόγια, η τιμή του είναι το εμπόρευμα που εξισώνεται με αυτό. Η πλεοναστική προσφορά του, σε σχέση με τα εμπορεύματα που βρίσκονται απέναντι του, ισοδυναμούν με την υποτίμηση του.

Ο πληθωρισμός απ’ τον οποίο υποφέρει το καπιταλιστικό σύστημα ακόμα μια φορά στις μέρες μας είναι το αποτέλεσμα αυτής της άνισης σχέσης. Ξέρουμε όμως ότι είναι το δολάριο, το Ευρώ και γενικά τα χαρτονομίσματα που υποτιμούνται. Αυτό συμβαίνει γιατί τα σύμβολα χρήματος όλων των καπιταλιστικών χωρών, έχουν μπει στην κυκλοφορία σε ποσότητες μεγαλύτερες από τον χρυσό που συμβολίζουν. Ανάμεσα στα σύμβολα χρήματος και στο πραγματική χρήμα, υπάρχει τεράστιο χάσμα.

Ας μη ξεχνάμε ότι η μεταπολεμική ισοτιμία που καθοριστικέ στο Μπρετόν Γουντς ήταν 35 δολάρια η ουγκιά χρυσού και σήμερα παρά την υποχώρηση του δολαρίου είναι στα 1.314 δολάρια η ουγκιά. Αυτό συμβαίνει επειδή το δολάριο και τώρα το ευρώ έχουν μπει σε κυκλοφορία σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από το χρυσό που συμβολίζουν. Ανάμεσα στον χρυσό και στα χάρτινα σύμβολα υπάρχει τεράστιο χάσμα.

Από αυτό το γεγονός μπορεί να προκύψει η εσφαλμένη ιδέα πως μια αύξηση των χρυσών αποθεμάτων στις κεντρικές τράπεζες θα μπορούσε να επαναφέρει τη σταθερότητα στο διεθνές νομισματικό σύστημα, και ήδη παρατηρούνται απόπειρες υπαγορευμένες από τέτοιες αυταπάτες. Στην πραγματικότητα, το μέγεθος της χρυσής αξίας που κυκλοφορεί δεν μπορεί να αυξηθεί χωρίς ανάλογη αύξηση στο σύνολο των παραγόμενων εμπορευμάτων. Όταν όμως η αγορά έχει στεγνώσει από ύφεση και την μαζική ανεργία, σε βάθος και έκταση χωρίς ιστορικό προηγούμενο, δεν επιτρέπει την παραμικρή επέκταση παραγωγής αξιών. Επομένως η συσσώρευση περισσότερων χρυσών αποθεμάτων, μόνο την κατάρρευση της τιμής του χρυσού μπορεί να προκαλέσει.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Αύγ 14, 2013 2:36 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Ο ΦΕΤΙΧΙΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ

Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε τις υλικές ρίζες των διαστρεβλώσεων της συνείδησης που προκαλεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και κυκλοφορίας εμπορευμάτων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, πως και γιατί γίνεται η αιτία όλων των μικροαστικών και κοινοβουλευτικών αυταπατών που συντηρούν στην συνείδηση τους οι λαϊκές μάζες, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι οι αυταπάτες θα επιζούν εις το διηνεκές.

Ο Καρλ Μαρξ, όπως ίσως γνωρίζετε, υπήρξε σε νεαρή ηλικία οπαδός του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ ο οποίος ήταν Γερμανός φιλόσοφος και ο κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού, επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του, με την οποία ασχολήθηκαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές, όπως ο Εφέσιος Ηράκλειτος.

Ο Μαρξ υπήρξε οπαδός όχι του ιδεαλισμού του Χέγκελ αλλά της διαλεκτικής του, δηλαδή της εξέλιξης μέσα από αρνήσεις και αρνήσεις των αρνήσεων. Ειδικά επέμεινε στο διαλεκτικό σχήμα: Άρνηση της Άρνησης με άλλα λόγια στην σπειροειδή εξέλιξη όλων των φαινομένων, για την οποία ο Ένγκελς αφιερώνει ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο στο βιβλίο του Αντι-Ντύρινγκ.

Γράφει λοιπόν σχετικά ο Μαρξ:

«Η διαλεκτική μου μέθοδος, στη βάση της, δεν είναι μόνο διαφορετική από την Χεγκελιανή, μα είναι και το κατευθείαν αντίθετο της. Για τον Χέγκελ, το προτσές της νόησης – που με το όνομα ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο- είναι ο δημιουργός του πραγματικού που αποτελεί μονάχα το εξωτερικό του φανέρωμα. Για μένα αντίστροφα το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι.»

Αν λοιπόν οι ιδέες δεν είναι παρά το ανακριβές έστω «αντικαθρέφτισμα» του υλικού κόσμου και της κίνησης του στον ανθρώπινο νου, αυτό σημαίνει ότι κάθε μυστήριο στη σφαίρα των ιδεών μπορεί και πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί μόνο στην κατανόηση της σχέσης του υποκειμένου με τον αντικειμενικό κόσμο.

Όλες οι ιδέες, με κάποια κοινωνική διάσταση, όχι μόνο αυτές που θεωρούνται σωστές ή σχετικά σωστές, αλλά και εκείνες που θα τις κατατάσσαμε στις λαθεμένες και αντιεπιστημονικές περιέχουν αντικειμενικότητα, αντανακλούν δηλαδή μια ορισμένη υλική πραγματικότητα.

Η ιδέα του Θεού, για παράδειγμα, σαν δημιουργού και αιτία του κόσμου, αντανακλά την ιστορική καθυστέρηση της ανθρωπότητας, την αδυναμία του ανθρώπινου είδους να ανακαλύπτει τις πραγματικές αιτίες των φυσικών φαινομένων, που πρέπει να υποτάξει στον συνειδητό του έλεγχο και στην εξυπηρέτηση των αναγκών του.

Η θρησκεία δεν είναι απλά ένα ψευδές κατασκεύασμα με το οποίο οι άρχουσες τάξεις αποχαυνώνουν τις καταπιεζόμενες μάζες. Οπωσδήποτε χρησιμοποιούν την θρησκεία για να μην κουβαλάει ο άνθρωπος την ολέθρια αλυσίδα γυμνή από αυταπάτες, να βρίσκει παρηγοριά σε ψεύτικες ελπίδες, να ανέχεται την εκμετάλλευση από ελάχιστους προνομιούχους, που άλλοτε είναι ρασοφόροι "εκπρόσωποι" του Θεού ή "γαλαζοαίματοι", κόμηδες, δούκες, βαρόνοι, γεννημένοι να εξουσιάζουν και να απομυζούν τους κοινούς θνητούς.

Ξέρουμε ότι η αστική επανάσταση στην Γαλλία θέρισε κεφάλια ευγενών και γαιοκτημόνων, απαλλοτρίωσε την έγγεια ιδιοκτησία τους και διένειμε την γη στους αγρότες. Είχε γραμμένα στην σημαία της τα συνθήματα της ελευθερίας, της ισότητας και της ιδιοκτησίας για όλον τον λαό. Η διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789 έγραφε:

Παράγραφος 1: «Οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και παραμένουν ελεύθεροι και έχουν ίσα δικαιώματα. Οι κοινωνικές διακρίσεις μόνο στο κοινό συμφέρον μπορούν να βασίζονται».

Παράγραφος 2: «Σκοπός κάθε πολιτικής οργάνωσης είναι η διαφύλαξη των φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα δικαιώματα αυτά είναι η ελευθερία, η ιδιοκτησία, η ασφάλεια και η αντίσταση στην καταπίεση».

Παράγραφος 3: «Πηγή κάθε εξουσίας είναι αποκλειστικά το έθνος. Κανένα σώμα, κανένα άτομο δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία που δεν απορρέει από το έθνος».

Όπως η προηγούμενη πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση υπήρχε στην βάση ορισμένων υλικών προûποθέσεων -στην βάση ενός καθυστερημένου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων- κατά τον ίδιο τρόπο οι ιδέες της αστικής επανάστασης μακριά από να θεωρηθούν προϊόν ορθολογικής σύλληψης, ήταν επηρεασμένες και αντικαθρέφτιζαν πραγματικές αλλαγές στο επίπεδο παραγωγικότητας, εντός των πλαισίων των παλιών φεουδαρχικών δομών.

Η αύξηση της παραγωγικότητας λόγω της βελτίωσης των τεχνολογικών μέσων, της βελτίωση των μεθόδων και της παραγωγικής οργάνωσης, οδήγησαν στην αύξηση των εμπορικών συναλλαγών γεγονός που προκάλεσε μια αβάστακτη δυσαρμονία με τις συνθήκες της κλειστής οικονομικής κοινότητας και με την μεγάλη και δυσκίνητη φεουδαρχική γαιοκτησία.

Για να συσχετιστούν και να ανταλλαχθούν τα προϊόντα της εργασίας μεταξύ τους σαν εμπορεύματα, έπρεπε οι φύλακες των εμπορευμάτων που η θέληση τους κατοικοεδρεύει μέσα σ’ αυτά, να αναγνωρίσουν ο ένας στον άλλον αμοιβαία τον ατομικό ιδιοκτήτη που έχει δικαίωμα πάνω στο προϊόν της εργασίας του. Προûπόθεση γι’ αυτό ήταν να παράγει σαν ανεξάρτητος παραγωγός κάτοχος της γης του και των εργαλείων του, σε αντίθεση με τον δουλοπάροικο που ήταν το ζωντανό εξάρτημα του γαιοκτήμονα και του παπά.

Τα συνθήματα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ισότητα, ελευθερία, ιδιοκτησία, εκφράζανε την απαίτηση για ελευθερία του εμπορίου που αναπτύσσονταν, ελευθερία που περιλάμβανε σα βασικό της στοιχείο την ελεύθερη πώληση της εργατικής δύναμης και της υπεραξίας που αυτή απέδιδε. Τα συνθήματα της αστικής επανάστασης εκφράζανε μια πραγματικότητα όπου οι εμπορικές συναλλαγές είχαν αποκτήσει έκταση και σπουδαιότητα ώστε χαρακτηρίζονταν από την έντονη αναγκαιότητα να νομιμοποιηθούν τέτοιες κοινωνικές σχέσεις όπου όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να δρουν σαν ανεξάρτητες ατομικότητες, ελεύθεροι κάτοχοι και διακινητές των εμπορευμάτων τους. Προπάντων ελεύθεροι κάτοχοι, πωλητές αλλά και αγοραστές, του εμπορεύματος «εργατική δύναμη».

Οι ιδεολογικές μορφές της επανάστασης και οι νομικές μορφές της ιδιοκτησίας που εγκαθιδρύθηκαν με την επικράτηση της, αντανακλούσαν ακριβώς αυτήν την πραγματική οικονομική σχέση.

Ας δούμε τώρα τι γίνεται στην σύγχρονη κοινωνία. Οι ανεξάρτητοι παραγωγοί προλεταριοποιήθηκαν σε έκταση που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού και το χειρότερο είναι ότι απώλεσαν κι αυτή την ιδιότητα του προλετάριου. Στην πραγματικότητα έχουν μείνει στο εργασιακό περιθώριο. Είναι άνεργοι είτε γιατί αντικαταστάθηκαν από φτηνούς τριτοκοσμικούς ή επειδή δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να απορροφηθούν υπό χειρότερους ακόμα όρους. Ο καπιταλισμός απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα έχει μπει σε ένα τούνελ εντός του οποίου γνώρισε δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πόλεμους, μετά τον δεύτερο δεν ανέκαμψε παρά την ανάπτυξη του νέου κλάδου των ημιαγωγών. Το 1945 το δολάριο καθιερώθηκε ως διεθνές αποθεματικό προς 35 δολάρια η ουγκιά, διέτρεξε για μερικές δεκαετίες ένα στάδιο στάσιμο-πληθωρισμού, για να πλησιάσει η ουγκιά το 2012 τα 1800 δολάρια, ενώ τώρα κατρακυλάει γιατί στην προσπάθεια τους να στηρίξουν το δολάριο εξευτελίζουν και τον χρυσό.

Οι κλασικές μορφές αγώνα, απεργίες και διαδηλώσεις του προλεταριάτου αλλά και της μεσαίας τάξης να υπερασπίσουν έστω τα κεκτημένα τους αποδεικνύονται μάταιοι. Αυτός είναι ο λόγος που μεγάλα τμήματα του πληθυσμού νιώθουν να βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο, καταλαμβάνονται από απελπισία και οι αυτοκτονίες έχουν γίνει πλέον καθημερινή ρουτίνα.

Παρόλα αυτά οι μεταρρυθμιστικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, με την μια ή την άλλη μορφή συνεχίζουν να επιβιώνουν στα μυαλά των πολιτών.

Όπως τόνιζε ο Λένιν στο «Τι να Κάνουμε» η εργατική τάξη και γενικώς η φτωχολογιά της πόλης και της υπαίθρου αφημένη στο εαυτό της δεν μπορεί να συλλάβει συνειδητά την ανάγκη να υπερβεί το επίπεδο της συνδικαλιστικής και κοινοβουλευτικής της συνείδησης, η οποία δεν είναι παρά η αστική της συνείδηση, αυτή που καλλιεργείται συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και από τους χρυσοπληρωμένους πανεπιστημιακούς καθηγητάδες.

Δεν είναι όμως μόνο η προπαγάνδα. Οι αυταπάτες που κυριαρχούν στην σκέψη των εργαζομένων δεν οφείλονται απλά στην επιρροή της αστικής ιδεολογίας και στην προπαγάνδα των πληρωμένων ψευτοαριστερών που λειτουργούν ως ιμάντες μεταφοράς της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσα στις μάζες. Καθορίζονται πάνω απ’ όλα από τους υλικούς όρους παραγωγής που επικρατούν στην καπιταλιστική κοινωνία.

Οι εξαρτήσεις ανθρώπου από άνθρωπο στον καπιταλισμό δεν είναι φανερές όπως στην εποχή της δουλείας και της μεσαιωνικής δουλοπαροικίας.

Η αλληλεξάρτηση των ανθρώπων σε όλες τις κοινωνικές καταστάσεις είναι δεδομένες. Σε ορισμένες ιστορικές περιόδους παίρνουν επίσης την μορφή της ταξικής εξάρτησης, βασίζεται στην αναγκαία αλληλεξάρτηση των παραγωγών μέσω του καταμερισμού της εργασίας, στην διαδικασία της παραγωγής. Στην σύγχρονη κοινωνία, ο καταμερισμός της εργασίας έχει αναπτυχθεί σε απόλυτα επίπεδα και ο άνθρωπος για να μπορέσει να επιβιώσει πρέπει να συνεργαστεί, έστω σε άγνοια του, με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τίποτε δεν μπορεί να παραχθεί για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών παρά μόνο στη βάση του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας που είναι το χαρακτηριστικό της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής εποχής των πολυεθνικών και υπερεθνικών μονοπωλίων. Στον καπιταλισμό, το μεμονωμένο άτομο είναι περισσότερο εξαρτημένο στον μηχανισμό της κοινωνικής παραγωγής από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία. Στην φεουδαρχία, παρά την φανερή σκλαβιά του δουλοπάροικου, τα άτομα ήταν πολύ πιο ελεύθερα στην κλειστή οικονομική τους κοινότητα παρά στην σύγχρονη κοινωνία του «ελεύθερου» εργάτη. Παρήγαγαν ανεξάρτητα το σύνολο των αγαθών που τους ήταν απαραίτητα για την κάλυψη των αναγκών τους και καθόλου δεν ήταν υποχρεωμένα να έλθουν σε αναγκαστικές σχέσεις με άλλες ομάδες εκτός της δικής τους κοινότητας.

Ωστόσο στον καπιταλισμό μολονότι η εξάρτηση των ατόμων είναι απόλυτη, τα άτομα φαντάζουν στα ίδια τους τα μάτια απολύτως ανεξάρτητα και ελεύθερα.

Η αστικοδημοκρατική επανάσταση δημιούργησε τον ελεύθερο εμπορευματοκάτοχο. Τέτοιος είναι και ο εργάτης που κατέχει ένα ξεχωριστό εμπόρευμα, το ίδιο του το τομάρι, την εργατική του δύναμη. Δεν εμφανίζεται σαν δούλος του καπιταλιστή. Δεν υπάρχει καμιά φανερή αλυσίδα που να τον υποχρεώνει να μείνει στη δούλεψη του ίδιου αφέντη και με τις ίδιες πάντα αποδοχές. Βρίσκεται σε μια σχέση ανεξαρτησίας με αυτόν, η οποία μάλιστα κατοχυρώνεται (ή κατοχυρώνονταν) νομικά μέσω των εθνικών συμβάσεων εργασίας, των κλαδικών ή και ατομικών που ισχύουν με καθορισμένους όρους και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτές οι συμβάσεις μπορεί να καταγγέλλονται και να ανανεώνονται αναθεωρημένες.

Ο εργάτης είναι φαινομενικά ελεύθερος να αποφασίζει αν θα προσφέρει για πώληση το εμπόρευμά του εργατική δύναμη και σε ποιον θα το προσφέρει. Πρόκειται όμως για μια επίφαση προσωπικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Στην πραγματικότητα δεν είναι λιγότερο υποχρεωμένος να δουλέψει απ’ ότι οι πρόδρομοι του στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες. Πουλάει την εργατική του δύναμη και με το μεροκάματο του αγοράζει τα αγαθά που του είναι απαραίτητα για να ζήσει. Πρακτικά, με την μεσολάβηση του χρήματος αγοράζει τα απαραίτητα αγαθά για την ανανέωση της εργατικής του δύναμης. Έτσι όμως φαίνεται ότι δεν υποχρεώνεται από τον καπιταλιστή αφέντη να δουλέψει, αλλά από τους νόμους της αγοράς και από τους φυσικούς νόμους. Όπως παρατηρεί ο Πωλ Λαφάργκ (γαμπρός του Καρλ Μαρξ), δεν είναι δεμένος με αλυσίδες όπως ο δούλος, αλλά με τις αλυσίδες της πείνας που δεν είναι λιγότερο βαριές και ριζικές.

Όχι μόνο η προσωπική του εξάρτηση, μα και η εκμετάλλευση του δεν είναι φανερή. Εκείνο που θεωρείται συνήθως εκμετάλλευση είναι η υπερεκμετάλλευση που επιτυγχάνεται με την κλοπή μέρους του μεροκάματου και με την αθέτηση άλλων υποχρεώσεων που ο νόμος καθορίζει για τον εργοδότη. Αυτά όμως είναι παρωνυχίδα. Η πραγματική εκμετάλλευση είναι η νόμιμη που επιβάλλεται με την ιδιοποίηση, την κλοπή, μέρους της αξίας που παράγει ο εργάτης.

Ο Μαρξ ονομάζει αυτό το μέρος υπεραξία και η προσφιλής ονομασία που του δίνει ο καπιταλιστής είναι «κέρδος». Επειδή όμως η υπεραξία δημιουργείται στην διαδικασία της παραγωγής, αλλά πραγματώνεται με την πώληση του προϊόντος στην αγορά, το κέρδος του καπιταλιστή φαίνεται να προέρχεται από την αγορά, και όχι από την ιδιοποίηση μέρους της αξίας που παράγει ο εργάτης.

Έτσι οι πραγματικές ταξικές εξαρτήσεις και η εκμετάλλευση στην διαδικασία της παραγωγής συγκαλύπτονται επειδή πρακτικά λειτουργούν όχι απ’ ευθείας αλλά μέσω της αγοράς. Τα άτομα φαντάζουν ανεξάρτητα γιατί τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις υποκαθιστούν και συγκαλύπτουν οι σχέσεις των πραγμάτων, δηλαδή των εμπορευμάτων που συσχετίζονται μεταξύ τους στην αγορά.

Η πρωτόγονη κοινότητα για να επιβιώσει ήταν υποχρεωμένη να επιφορτίζει τα μέλη της με διάφορες ωφέλιμες εργασίες. Να κατασκευάζουν εργαλεία, οικιακά σκεύη, να κυνηγούν, να καλλιεργούν τη γη κ.ά. Η ίδια ανάγκη την υποχρέωνε να καταμερίζει περισσότερες ή λιγότερες δυνάμεις στη μια ή στην άλλη λειτουργία και να το κάνει αυτό με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια για να αποφεύγει τη σπατάλη δυνάμεων των μελών της. Το μέγεθος της προσπάθειας που διέθετε στη μια ή στην άλλη ωφέλιμη εργασία εξαρτιόταν φυσικά από τα μέσα που χρησιμοποιούσε και από την αντίσταση που φέρνουν οι φυσικές ύλες. Όλες οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της πρωτόγονης κοινότητας, ανάμεσα στις ωφέλιμες εργασίες τους και στο συνολικό προϊόν, ήταν διάφανες. Διάφανος ήταν και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας των ατόμων και το συνολικό προϊόν εμφανίζονταν καθαρά σαν ένα κοινωνικό προϊόν πάνω στο οποίο κάθε μέλος της μικρής κοινωνίας είχε δικαίωμα, ανάλογα με την συνεισφορά του στην συνολική παραγωγική εργασία. Όλα αποφασίζονταν συνειδητά και ήταν μόνο τα φυσικά φαινόμενα που βρισκόντουσαν έξω από τον έλεγχο των ανθρώπων λόγω της ιστορικής καθυστέρησης.

Εντελώς διαφορετικά, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, ο καταμερισμός της εργασίας και γενικά η παραγωγική δραστηριότητα δεν γίνεται συνειδητά με κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο που συναποφάσισαν οι παραγωγοί. Όλα κινούνται άναρχα και αυθόρμητα από την αγορά και επιβάλλονται στους παραγωγούς οι οποίοι δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε καμιά άμεση σχέση. Αν περισσότερος από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας καταναλωθεί για την παραγωγή κάποιου είδους, το συγκεκριμένο προϊόν θα παραχθεί πλεοναστικά και η ποινή για τον παραγωγό θα προκύψει αυτόματα από την αγορά με την μορφή της οικονομικής ζημιάς. Θα υποχρεωθεί να πουλήσει το προϊόν κάτω από την αξία του. Αν αντίθετα σ’ ένα ορισμένο παραγωγικό κλάδο έχει διοχετευτεί ανεπαρκής παραγωγική δραστηριότητα, εκεί θα υπάρξουν υψηλά κέρδη που θα αποτελέσουν ακατανίκητο πόλο έλξης για το κεφάλαιο και φυσικά για την εργασία που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του. Με άλλα λόγια ο καταμερισμός της εργασίας, ο καταμερισμός της κοινωνικής παραγωγικής προσπάθειας στον καπιταλισμό επιβάλλεται στους ανθρώπους από την αγορά και δεν προαποφασίζεται από αυτούς συνειδητά, με βάση κάποιο σχέδιο. Η αγορά μολονότι είναι δημιούργημα του ανθρώπου, επιβάλετε στον δημιουργό του. Μπορεί να τον καταστρέψει, μπορεί να τον πλουτίσει και γενικά βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση από αυτή.

Για να χαρακτηρίσει την κυριαρχία των εμπορευμάτων πάνω στον άνθρωπο, ο Μαρξ κατέφυγε στην περιοχή της θρησκείας. Μονάχα εκεί μπορούσε να βρεθεί κάτι ανάλογο. Όπως οι ιθαγενείς κάτοικοι της Βόρειο Δυτικής Αφρικής απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις σε ξύλινα και πέτρινα ομοιώματα λατρείας, που κατασκεύαζαν οι ίδιοι, κατά τον ίδιο τρόπο οι σύγχρονοι ιθαγενείς έχουν αποδώσει εξουσιαστική δύναμη σε ένα δημιούργημα του ανώτερου -υποτίθεται- πολιτισμού τους, έχουν αναγάγει σε σύγχρονο φετίχ την εμπορευματική μορφή. Όχι μόνο η εργατική τάξη μα και η κεφαλαιοκρατία -και ιδίως αυτή- κυριαρχείται από τον φετιχισμό του εμπορεύματος. Κυρίως αυτή, επειδή στην πρακτική της ξεκινάει εντελώς ανάποδα. Κανονικά, εκείνο που ενδιαφέρει τον άνθρωπο είναι οι χρήσιμες ιδιότητες του εργασιακού προϊόντος που στο καπιταλισμό εμφανίζεται με την μορφή του εμπορεύματος. Αντίθετα, απ’ τον άνθρωπο, ο καπιταλιστής ενδιαφέρεται για την αξία, ειδικά για το μέρος εκείνο της υπεραξίας που ο ίδιος καρπώνεται με την μορφή του κέρδους. Ολόκληρη η διαδικασία της παραγωγής και διανομής των καταναλωτικών αγαθών αρχίζει γι αυτόν από το κέρδος, που στα δικά του χέρια έχει την μορφή του συσσωρευμένου κεφαλαίου και έχει για σκοπό το κέρδος, δηλαδή την υπεραξίωση του κεφαλαίου. Ενώ για τον άνθρωπο-καταναλωτή το χρήμα διαμεσολαβεί στην διακίνηση των καταναλωτικών αγαθών ή εμπορευμάτων, για τον καπιταλιστή τα εμπορεύματα μεσολαβούν στην διακίνηση του χρήματος. Αυτό είναι ήδη αναποδογύρισμα της φυσικής σχέσης του ανθρώπου με το προϊόν του.

Επειδή οι καπιταλιστές παίρνουν το χρήμα σαν αφετηρία όλης της κίνησης, προσπάθησαν αρχικά να αντιμετωπίσουν την κρίση με μεταρρυθμίσεις στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Στην πραγματικότητα το πρωταρχικό δεν είναι το χρήμα. Δεν κυκλοφορεί αυτό και έτσι τα εμπορεύματα. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεσολαβεί το χρήμα. Η αιτία όμως της κρίσης δεν είναι ούτε το χρήμα, ούτε τα εμπορεύματα. Τα εμπορεύματα, όπως και το χρήμα είναι πράγματα και σαν τέτοια δεν μπορούν να φέρουν αντίσταση στον άνθρωπο. Η αλήθεια είναι ότι οι ταξικές κοινωνίες έχουν ολοκληρώσει την ιστορική τους διαδρομή. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια περαιτέρω οικονομικής επέκτασης σε καπιταλιστική βάση. Το κεφάλαιο έχει φτάσει στις παρυφές της ολοκληρωτικής συγκεντροποίησης. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα από τις αρχές κιόλας του 20ου αιώνα είναι: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ή θα βαδίσουμε προς μια κοινωνία ελευθέρα συνεταιρισμένων παραγωγών ή θα επιστρέψουμε στα σπήλαια.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Αύγ 15, 2013 4:34 pm    Θέμα δημοσίευσης: Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ

Όπως γράψαμε στην αρχή, ο Μαρξ αρχίζει το έργο του αναλύοντας τον διφυή χαρακτήρα της εργασίας στον καπιταλισμό και την αντιφατική κίνηση μεταξύ αξίας και χρήσιμης αξίας. Όπως έχει γράψει ο ίδιος η κατανόηση αυτών των στοιχειωδών αντιφάσεων είναι το «κλειδί» για την κατανόηση ολόκληρης της πολιτικής οικονομίας. Και πραγματικά, ο Μαρξ δεν κάνει τίποτε άλλο στο υπόλοιπο έργο του από το να παρακολουθεί την ανάπτυξη των αντιφάσεων, από το κυτταρικό επίπεδο του εμπορεύματος ως το επίπεδο του πολυσύνθετου οργανισμού της ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Στην πιο σύνθετη μορφή τους οι θεμελιώδεις αντιφάσεις εμφανίζονται με τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους.

Η κατανόηση του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους είναι η προûπόθεση για την κατανόηση της αυτοεξέλιξης του φιλελεύθερου καπιταλισμού σε ιμπεριαλισμό και για την κατανόηση του μηχανισμού των κρίσεων αλλά και της παρούσας οικονομικής και πολιτικής κρίσης ειδικά.

Πριν ασχοληθούμε όμως με τον ίδιο τον νόμο είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ορισμένες προεισαγωγικές έννοιες αλληλένδετες με αυτόν.

Σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο

Ο Μαρξ διαιρεί το κεφάλαιο σε δύο μέρη: Σε σταθερό κεφάλαιο που είναι το τμήμα εκείνο του συνολικού κεφαλαίου που ο καπιταλιστής επενδύει σε εργοστασιακές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, πρώτες ύλες και τα παρόμοια. Από αυτό διακρίνεται το υπόλοιπο τμήμα, το μεταβλητό κεφάλαιο (η αστική «οικονομολογία» το χωρίζει σε πάγιο και κυκλοφορούν, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και αφορά μόνο την λογιστική). Το μεταβλητό κεφάλαιο διατίθεται για την αγορά της εργατικής δύναμης (μισθοί).

Την ποσοτική σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου ο Μαρξ την ονομάζει οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Όσο υπερτερεί ποσοτικά το σταθερό κεφάλαιο σε σχέση με το μεταβλητό, τόσο υψηλότερης οργανικής σύνθεσης θεωρείται το κεφάλαιο. Αντίθετα, όσο περισσότερο υπερτερεί το μεταβλητό τμήμα τόσο χαμηλότερη είναι η σύνθεση του.

Τα κεφάλαια που έχουν υψηλή σύνθεση, άρα κεφάλαια επενδυμένα σε μοντέρνο εξοπλισμό, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται υψηλή αποδοτικότητα της εργασίας και συνεπώς χαμηλό κόστος ανά μονάδα εμπορεύματος, είναι ανταγωνιστικά, εξασφαλίζουν πλατιά πελατεία στον καπιταλιστή και υψηλά κέρδη. Από το γεγονός αυτό, η επιφανειακή πραγματιστική σκέψη της αστικής οικονομολογίας πέφτει στην αυταπάτη, που κυριαρχεί και στην χυδαία σκέψη του ίδιου του καπιταλιστή, ότι το σταθερό κεφάλαιο, ειδικά τα μηχανήματα, γεννοβολούν αξία.

Έχουμε όμως δείξει ότι μόνο η εργασία δημιουργεί αξία και επομένως μόνο το μεταβλητό τμήμα του κεφαλαίου υπεραξιώνει το συνολικό κεφάλαιο. Το σταθερό μέρος, απλώς μεταβιβάζεται τμηματικά (σαν πρώτη ύλη, φθορά μηχανημάτων κλπ.) στο τελικό προϊόν. Το σταθερό κεφάλαιο, είναι νεκρή αξία που όσο και να στριφογυρίζει δεν αυξάνει στο ελάχιστο.

Η αξία των μηχανημάτων που περνάει στο προϊόν πρέπει να γυρίσει πίσω γι’ αυτό ο καπιταλιστής μετά την πώληση των εμπορευμάτων του, είναι υποχρεωμένος να βάλει ένα μέρος από τα «ακαθάριστα» έσοδα του στην άκρη, για επανόρθωση της φθοράς ή για περίπτωση απωλειών του σταθερού κεφαλαίου, για «αποσβέσεις» όπως τις αποκαλεί.

Υπεραξία ή κέρδος

Έχουμε ήδη δείξει στο μέρος ΙΙ, ότι ο καπιταλιστής μετά από κάθε πλήρη κεφαλαιακό κύκλο τσεπώνει μια παραπανίσια αξία, την υπεραξία. Είναι τώρα αναγκαίο να επιμείνουμε σ’ αυτό το σημείο λίγο περισσότερο. Η υπεραξία είναι το τμήμα της συνολικής αξίας που παράγει ο εργάτης και ιδιοποιείται προνομιακά ο καπιταλιστής, ως κέρδος. Οι αυξομειώσεις της υπεραξίας εκφράζονται ποσοτικά στην εκατοστιαία σχέση της με το άλλο τμήμα της παραγόμενης αξίας, που παίρνει ο εργάτης με την μορφή του μεροκάματου.

Εάν υποθέσουμε, ότι ένας εργάτης εργαζόμενος επί 8ωρο παράγει αξίες 800 δραχμών και παίρνει ως μεροκάματο 400 δραχμές, τότε το ποσοστό υπεραξίας είναι 400:400, δηλαδή 100%.

Ο εργάτης εργάζεται 4 ώρες για τον εαυτό του (αναγκαίος χρόνος εργασίας), για να παράγει αξίες ίσες με την αξία των αγαθών, που καταναλώνει για να ζήσει αναπληρώνοντας την εργατική του δύναμη. Οι υπόλοιπες 4 ώρες είναι υπερεργασία και πηγαίνουν στον καπιταλιστή.

Το κέρδος του καπιταλιστή δεν είναι παρά ένα άλλο όνομα της υπεραξίας – αυτού του κλεμμένου χρόνου εργασίας. Υπεραξία και κέρδος είναι μεγέθη ταυτόσημα. Το ποσοστό του κέρδους όμως είναι όχι μόνο εννοιολογικά αλλά και ποσοτικά διαφορετικό πράγμα από το ποσοστό υπεραξίας. Ενώ το ποσοστό υπεραξίας υπολογίζεται στην ποσοστική του σχέση με το τμήμα του μεταβλητού κεφαλαίου -τους μισθούς- το ποσοστό του κέρδους υπολογίζεται εκατοστιαία, με βάση το συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο (σταθερό και μεταβλητό). Γι’ αυτό ένα ορισμένο ποσοστό υπεραξίας μπορεί να εκφράζεται σε διάφορα ποσοστά κέρδους. Αν ένας καπιταλιστής διαθέτει κεφάλαια π.χ. 100 σταθερό και 20 μεταβλητό και βγάζει κέρδος 20, το ποσοστό υπεραξίας είναι 100% . Το μέγεθος των 20 όμως, υπολογισμένο με βάση το συνολικό κεφάλαιο 100 : 20 κέρδος, δίνει ένα πολύ χαμηλότερο ποσοστό κέρδους. Δίνει 20%.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Αύγ 16, 2013 2:08 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απλή, διευρυμένη αναπαραγωγή και συσσώρευση του κεφαλαίου Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Απλή, διευρυμένη αναπαραγωγή
και συσσώρευση του κεφαλαίου


Αν ο καπιταλιστής καταναλώνει όλο το κέρδος, ένα μέρος για αποσβέσεις και ένα άλλο για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών, το μόνο που πετυχαίνει είναι να συνεχίζει την αναπαραγωγή πάνω σε σταθερή, μη αναπτυσσόμενη βάση. Αυτού του είδους η αναπαραγωγή ονομάζεται απλή αναπαραγωγή. Πρέπει να πούμε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε ένα πραγματικό καπιταλιστή. Το κεφάλαιο νοείται κεφάλαιο, από την στιγμή που αρχίζει η διαδικασία της συσσώρευσης.

Ξέρουμε ότι συνήθως δεν έχουμε απλή αναπαραγωγή. Ο καπιταλιστής, αφού αφαιρέσει τις αποσβέσεις, τα ιδιωτικά του έξοδα κλπ. έχει πάντα στη διάθεση του ένα λίγο-πολύ σημαντικό πλεόνασμα, που ενσωματώνεται στο αρχικό κεφάλαιο. Αν το 20 κέρδος ενσωματωθεί στο αρχικό κεφάλαιο των 100, ο επόμενος παραγωγικός κύκλος θα αρχίσει σε διευρυμένη βάση, στα 120, και θα αποδώσει, καλώς εχόντων των πραγμάτων, περισσότερα κέρδη. Η παραγωγή αυτού του είδους ονομάζεται διευρυμένη αναπαραγωγή. Αναπτύσσεται σα χιονοστιβάδα και στην πορεία η συσσώρευση του κεφαλαίου συντελείται με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς.

Αυτή η συσσώρευση, μέσω της διαρκούς πρόσθεσης ολοένα και περισσότερης υπεραξίας στο αρχικό κεφάλαιο, (η αύξηση δηλαδή του κεφαλαίου) είναι ο περίφημος ιστορικός νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής. Η επανάληψη δηλαδή του παραγωγικού κύκλου σε μεγαλύτερη κεφαλαιακή βάση, ή με άλλα λόγια η διευρυμένη αναπαραγωγή, φαίνεται σαν κάτι απλούστατο και αυτονόητο. Ωστόσο ο τρόπος που συντελείται η συσσώρευση οδηγεί αυτόματα, όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια: Πρώτον, στην καταστροφή των μικρών κεφαλαίων και την απορρόφηση τους από τα μεγαλύτερα (συγκεντροποίηση του κεφαλαίου) σε ολιγάριθμες γιγάντιες επιχειρήσεις οι οποίες εξελίσσονται σε πολυεθνικά μονοπώλια: Δεύτερον, στη διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής, με αποτέλεσμα την μερική και στην συνέχεια την γενική υπερπαραγωγή, τις κρίσεις, την εξάπλωση των κεφαλαίων στο εξωτερικό, που δεν είναι πλέον ο υπανάπτυκτος αποικιακός τρίτος κόσμος, αλλά έχει ενσωματωθεί μέσω των πολυεθνικών στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, στο παγκόσμιο εμπόριο, και δεν αποτελεί πλέον, προσωρινή έστω, διέξοδο για την δυτική υπερπαραγωγή.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Αύγ 21, 2013 12:36 pm    Θέμα δημοσίευσης: Ο Νόμος σα νόμος Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Ο Νόμος σα νόμος

Μετά την έκθεση αυτών των προεισαγωγικών εννοιών, ας δούμε τώρα τον ίδιο τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, ή για να το πούμε διαφορετικά, να δούμε πως η συσσώρευση του κεφαλαίου επιδρά στην διαμόρφωση του ποσοστού του κέρδους.

Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα κεφάλαιο 200 χιλ. δρχ. (ή ευρώ) και μια αναπαραγωγή σε διευρυμένη βάση. Χάριν απλοποίησης παίρνουμε τον αριθμό των εργατών που απασχολεί σταθερό, σταθερό επίσης τον χρόνο εργασίας και τον βαθμό εκμετάλλευσης. Όλη η υπεραξία ενσωματώνεται στο κεφάλαιο. Το υποθετικό ποσό της υπεραξίας είναι 100%. Τα αρχικά του παραδείγματος συμβολίζουν: Κε = κεφάλαιο, στα. = σταθερό, μετ. = μεταβλητό, υπε. = υπεραξία, κερ. = κέρδος, ποσ.κερ. = ποσοστό κέρδους).



Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η αύξηση των αξιακών διαστάσεων του σταθερού κεφαλαίου και συνακόλουθα του συνολικού κεφαλαίου εκφράζεται με ένα πτωτικό ποσοστό κέρδους, μολονότι η υπεραξία και το ποσοστό της υπεραξίας διατηρούν το μέγεθος τους και το κέρδος μένει το ίδιο σε απόλυτο μέγεθος ενώ μειώνεται σχετικά.

Αν τώρα δεχτούμε ότι αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε ένα ορισμένο κλάδο, αλλά σε όλους, ή τουλάχιστον στους βασικούς, φτάνουμε στο γενικό συμπέρασμα ότι οι μεταβολές στη σύνθεση του κεφαλαίου της κοινωνίας, με αύξηση του σταθερού (δηλαδή του πλούτου), εκφράζονται με μια βαθμιαία πτώση στο γενικό ποσοστό του κέρδους.

Αυτός είναι ο νόμος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η ανάπτυξη, η πρόοδος, εκφράζεται με την επιταχυνόμενη αύξηση του σταθερού κεφαλαίου -σε σχέση με το μεταβλητό- και συνακόλουθα με την αύξηση του συνολικού κεφαλαίου. Από την άλλη μεριά, αυτό αντιστοιχεί σε μια σχετική μείωση του μεταβλητού τμήματος, και επειδή μόνο αυτό παράγει υπεραξία, απολήγει σε ποσοστική μείωση της υπεραξίας ή κέρδους.

Έχει κρίσιμη σημασία να τονίσουμε πως όταν μιλάμε για πτώση του ποσοστού του κέρδους σα το νόμο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, εννοούμε ένα μέσο κοινωνικό ποσοστό που αντιστοιχεί στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Γιατί στον καθ’ έκαστο καπιταλιστή το ποσοστό του κέρδους μπορεί να είναι πτωτικό, μπορεί να είναι ανοδικό, η μπορεί το κέρδος να πέφτει όχι μόνο σχετικά αλλά και απόλυτα. Όπως όταν μιλάμε για αξία δεν εννοούμε τον ατομικό χρόνο εργασίας του καθ’ έκαστου παραγωγού, ούτε τις συγκεκριμένες τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά ανάλογα με την προσφορά και την ζήτηση, αλλά τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο που είναι ένας μέσος όρος, κατά την ίδια έννοια, δηλαδή ως μέσος όρος, κατανοείται και το ποσοστό του κέρδους. Πρέπει να κάνουμε κι εδώ τη ζωτική διάκριση για κάθε έγκυρη ανάλυση μεταξύ ατομικού και συγκεκριμένου και του γενικού και αφηρημένου.

Η αστική οικονομολογία , καθώς είναι εμπειρική και περιφρονεί ό,τι δεν είναι χειροπιαστό και «συγκεκριμένο», αφού έχασε τον νόμο της αξίας πίσω από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, στη συνέχεια χάνει και το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους πίσω από τους μηχανισμούς της αγοράς που διαμορφώνουν αυθόρμητα ένα μέσο ποσοστό κέρδους. Αυτή η αυθόρμητη και συγκυριακή διαμόρφωση του κέρδους συσκοτίζει την δράση του νόμου, που λειτουργεί στο βάθος της σκηνής, καθορίζοντας πτωτικά ποσοστά στην διαδικασία της συσσώρευσης και της οργανικής διαφοροποίησης του κεφαλαίου, όπως δείξαμε παραπάνω, στα απλούστατα παραδείγματα της μοιραίας δράσης του νόμου. Γι’ αυτό από την εποχή του Άνταμ Σμιθ, μέχρι τον Κέυνς, η αστική οικονομολογία (του… συγκεκριμένου!), δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει τον απλούστατο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, μολονότι στριφογυρίζει διαρκώς γύρω του, και οι διάφορες σχολές της αστικής οικονομικής σκέψης χωρίζονται από τον τρόπο που «ερμηνεύουν» τα φαινόμενα του.

Η αύξηση του σταθερού κεφαλαίου φέρνει την αύξηση της παραγωγικότητας, με την χρήση πιο εξελιγμένων μηχανημάτων, αποδοτικότερο καταμερισμό και καλύτερα οργανωμένη παραγωγή. Έτσι, σ’ αυτή την πορεία λιγότερος χρόνος εργασίας μετατρέπει όλο και περισσότερες πρώτες ύλες σε όλο και περισσότερα προϊόντα. Κι όταν στον ίδιο χρόνο παράγονται πολύ περισσότερα τότε λιγότερη αξία αντιπροσωπεύεται ανά μονάδα εμπορεύματος, μολονότι η συνολική παραγωγή αξιών χρήσης και επομένως αξίας μπορεί να αυξάνει. Έτσι όμως, με την γενική αύξηση της παραγωγικότητας φτηναίνει και η αξία της εργατικής δύναμης. Με το φτήνεμα όμως των στοιχείων του μεταβλητού κεφαλαίου, όλο και μεγαλύτερα ποσοστά υπεραξίας προστίθενται στο σταθερό κεφάλαιο. Η αύξηση του σταθερού και η αναγκαία επέκταση των εγκαταστάσεων και των παραγωγικών μέσων απαιτεί και την σχετική αύξηση των απασχολούμενων εργατών. Αυτή όμως η αύξηση των εργατών, συνεπώς του μεταβλητού κεφαλαίου προχωράει πιο αργά από την αύξηση του σταθερού και συνεπώς από την αύξηση του κεφαλαίου συνολικά. Έτσι απαιτείται ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός εργατών για να θέσει σε κίνηση περισσότερα μηχανήματα, παρά το γεγονός ότι με την αυτοματοποίηση κινούνται από ένα εργάτη μηχανήματα που άλλοτε για να κινηθούν χρειαζόντουσαν δύο, τρεις ή και περισσότεροι εργάτες. Φυσικά τα παραπάνω αφορούν τις περιόδους ανάπτυξης, οι οποίες ωστόσο στρώνουν τον δρόμο στις κρίσεις, για τις οποίες θα μιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο.

Γενικά ο αριθμός των απασχολουμένων εργατών αυξάνει. Παρόλα αυτά το ποσοστό του κέρδους πέφτει, όχι επειδή πέφτει το μεταβλητό κεφάλαιο αλλά επειδή αυξάνει αναλογικά το σταθερό. Ωστόσο, παρά τις διακυμάνσεις των αναλογιών μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου, η συσσώρευση, η ανάπτυξη γενικά, εκφράζεται με αύξηση της χρησιμοποιούμενης εργατικής δύναμης, με αύξηση της υπερεργασίας, του ποσοστού υπεραξίας, και απόλυτα μιλώντας με αύξηση του κέρδους.

Έχουμε δηλαδή την δράση ενός δίπλευρου νόμου, που κάνει την σχετική μείωση του κέρδους (την ποσοστική πτώση του) να συμβαδίζει με την αύξηση του σε απόλυτο μέγεθος. Αυτή η απόλυτη αύξηση, παρά την σχετική πτώση, είναι η «παρηγοριά» του κεφαλαιοκράτη που ενθυλακώνει όλο και περισσότερα κέρδη, παρά την απαξίωση του κεφαλαίου του, δηλαδή παρά το γεγονός ότι χρειάζεται ολοένα και περισσότερα κεφάλαια για να κερδίσει σχετικά λιγότερα.

Αυτή η ποσοστική πτώση του κέρδους, όπως την περιγράψαμε προηγούμενα, έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία πλεοναστικού κεφαλαίου (υπερπαραγωγή κεφαλαίου) που είναι δεμένο με πλεονασμό εργατικών χεριών. Για να καταλάβουμε την υπερπαραγωγή αρκεί να την δεχτούμε σαν κάτι απόλυτο. Να υποθέσουμε δηλαδή ότι η οποιαδήποτε αύξηση του συνολικού κεφαλαίου δεν επιφέρει ουδεμία αύξηση στο μέγεθος του κέρδους ή υπεραξίας. Αυτό θα συνέβαινε αν το κεφάλαιο είχε χρησιμοποιήσει όλη την διαθέσιμη εργατική δύναμη, στο μέγιστο δυνατό χρόνο και με τον μέγιστο βαθμό εκμετάλλευσης. Όταν ένα κεφάλαιο 200 χιλ., όπως στο παράδειγμα μας, αποδίδει 100 χιλ. κέρδος και εξακολουθεί να αποδίδει το ίδιο μέγεθος και μετά την αύξηση σε 500 χιλιάδες είναι προφανές ότι οι 300 χιλιάδες είναι πλεονάζον κεφάλαιο.

Αν τώρα τα κεφάλαια του παραδείγματος είναι ιδιοκτησία ενός καπιταλιστή βρισκόμαστε απλά μπροστά σε φαινόμενο απαξίωσης κεφαλαίου. Δεν είναι όμως το ίδιο αν υποθέσουμε ότι το μέγεθος αυτό αντιπροσωπεύει το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο που είναι διαμοιρασμένο άνισα στους καθ' έκαστους καπιταλιστές. Σ’ αυτή την περίπτωση το κέρδος δεν κατανέμεται «συντροφικά» στους καπιταλιστές ανάλογα με την συμμετοχή τους στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο αλλά απορροφιέται από τα μεγάλα συγκεντρωμένα κεφάλαια που εντάσσονται στις 200 χιλ. ενώ τα μικρά και διασκορπισμένα κεφάλαια εντάσσονται στο πλεονάζον κεφάλαιο των 300 χιλ.. Αυτό συμβαίνει επειδή με την πτώση του ποσοστού του κέρδους αυξάνει διαρκώς το ελάχιστο όριο κεφαλαίου, που χρειάζεται να έχει στα χέρια του ο καθ’ έκαστος καπιταλιστής, για παραγωγική χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης.
Όταν με την εξέλιξη της παραγωγής η ίδια η ανθρώπινη παραγωγική δύναμη υποχρεώνεται να θέτει σε λειτουργία ένα αυξανόμενο αξιακό όγκο σταθερού κεφαλαίου, τότε τα μικρά διασκορπισμένα κεφάλαια είναι ανίκανα να εκμεταλλευτούν αυτή τη δύναμη και σπρώχνονται στον δρόμο της περιπέτειας και της καταστροφής. Το λεγόμενο πλεοναστικό κεφάλαιο είναι ουσιαστικά τα μικρά διασκορπισμένα κεφάλαια, των οποίων ο όγκος και η παραγωγικότητα δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν το πτωτικό ποσοστό του κέρδους.

Ας το δούμε αυτό σε ένα αριθμητικό παράδειγμα, με ορισμένες απλοποιήσεις για να γίνει ευκολότερα αντιληπτό. Υποθέτουμε ότι σε ένα κλάδο υπάρχουν τρεις καπιταλιστικές επιχειρήσεις διαφορετικού μεγέθους. Παίρνουμε «δειγματοληπτικά» ίσα μεγέθη κεφαλαίου και για τις τρεις, π.χ. 200.000, αλλά βεβαίως με διαφορετική οργανική σύνθεση: κατώτερη, μεσαία, ανώτερη. Τα τρία αυτά κεφάλαια παράγουν εμπορεύματα ίσης αξίας, π.χ. 160.000 το καθένα. Η σύνθεση των κεφαλαίων είναι η ακόλουθη:

Κατώτερη : Κεφ: 200.000 στ. 40.000 +μετ. 160.000
Μεσαία : Κεφ: 200.000 στ. 120.000 +μετ. 80.000
Ανώτερη: Κεφ: 200.000 στ. 160.000 +μετ. 40.000

Εφ’ όσον η αξία της παραγωγής είναι για τον καθένα 160.000, η τιμή παραγωγής του πρώτου μόλις καλύπτει το ύψος του μεταβλητού τμήματος – τους μισθούς, δεν αποδίδει καθόλου υπεραξία και το ποσοστό του κέρδους είναι 0%. Το δεύτερο αποδίδει υπεραξία 80.000 άρα 100% και ποσοστό κέρδους 40%. Το τρίτο υπεραξία 40% και ποσοστό κέρδους 60%.

Αν πάρουμε και τα τρία κεφάλαια μαζί σα να επρόκειτο για το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο έχουμε 600.000 που αποδίδουν κέρδος 80.000 στην μεσαία επιχείρηση και 120.000 στην ανώτερη, σύνολο 200.000 που αντιπροσωπεύουν σε σχέση με το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο γενικό ποσοστό κέρδους 33,3%. Όσο συσσωρεύεται το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο και βελτιώνεται η οργανική σύνθεση του, το ποσοστό κέρδους αναγκαστικά πέφτει. Όπως φαίνεται όμως από το παράδειγμα μας, δεν ισχύει για τα καθέκαστα κεφάλαια με υψηλή σύνθεση. Σ’ αυτά το ποσοστό κέρδους μπορεί να ανεβαίνει. Το αντίθετο συμβαίνει με τα μικρά κεφάλαια.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου , διαρκώς επιταχυνόμενη από τις αδιάκοπες τεχνολογικές επαναστάσεις στις παραγωγικές μεθόδους και η δεμένη μ’ αυτή γενική απαξίωση του κεφαλαίου εκφρασμένη στην πτώση του ποσοστού του κέρδους οδηγούν τους πιο αδύναμους μεμονωμένους καπιταλιστές, τον έναν μετά τον άλλον, ανάλογα με το μέγεθος των κεφαλαίων τους στην χρεοκοπία.

Από εκεί προκύπτει και η ανάγκη του κεφαλαίου να βελτιώνει αδιάκοπα τα παραγωγικά μέσα και να πλαταίνει την κλίμακα της, ώστε να αντισταθμίζει την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, απλά και μόνο σαν μέσο συντήρησης και υπό την απειλή λουκέτου.

Αναπόφευκτα η συσσώρευση και η οργανική διαφοροποίηση του κεφαλαίου συμβαδίζει με την βαθμιαία συγκεντροποίηση του. Απ’ εδώ προκύπτει και ο πλεονασμός εργατικών χεριών, που έχει την τάση να αυξάνει καθώς οι επιχειρήσεις συγχωνεύονται σε μεγάλα μονοπώλια πολυεθνικού χαρακτήρα.

Σε συνθήκες οργανικής υπερπαραγωγής, οι χρεοκοπίες μικρών αλλά και μεγάλων μη μονοπωλιακών επιχειρήσεων παύουν να έχουν βαθμιαίο χαρακτήρα και η εμφάνιση σε παγκόσμια κλίμακα πλεοναστικών κεφαλαίων και εργατικού υπερπληθυσμού αποκτούν κατακλυσμιαίο χαρακτήρα.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Υπερπαραγωγή και κρίσεις
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
απελάτης



Συμμετέχουν: 17 Μάρ 09
Δημοσιεύσεις: 527

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Σεπ 02, 2013 5:17 pm    Θέμα δημοσίευσης: Υπερπαραγωγή και κρίσεις Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος

Υπερπαραγωγή και κρίσεις

Η υπεραξία (η το κέρδος για τον καπιταλιστή) δημιουργείται βέβαια στη διαδικασία της παραγωγής. Αλλά με την παραγωγή της υπεραξίας κλείνει μόνο η πρώτη πράξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγικής διαδικασίας, η άμεση παραγωγική διαδικασία. Όταν αυτή ολοκληρωθεί, το κεφάλαιο έχει απομυζήσει ποσότητα απλήρωτης εργασίας, λίγη η πολλή. Μετά έρχεται η δεύτερη πράξη.

Η αξία και η υπεραξία (κέρδος), ενώ παράγονται στον τόπο της δουλειάς, πραγματώνονται μόνο στην αγορά. Τα εμπορεύματα, αφού παραχθούν, πρέπει να πουληθούν. Αν αυτό γίνει μόνο μερικά ή καθόλου, ο εργάτης είναι μεν αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά αυτή μπορεί να αποδειχθεί μερικά ή ολοκληρωτικά άκαρπη εκμετάλλευση, ή και να καταλήξει σε μερική ή ολοκληρωτική καταστροφή του καπιταλιστή. Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και παραγωγής υπεραξίας διαφέρουν από τους όρους πραγμάτωσής της και εννοιολογικά και χρονικά. Η παραγωγή υπεραξίας εξαρτάται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγική δύναμη, (ανταγωνιστικά παραγωγικά μέσα) τόσο περισσότερη υπεραξία αποδίδει η εργασία. Η πραγμάτωση όμως της υπεραξίας στην αγορά οριοθετείται από άλλα περιστατικά: α) Από τις αναλογικές σχέσεις των προϊόντων κάθε παραγωγικού κλάδου -στην πράξη μεταξύ τους γίνονται οι συναλλαγές- και β) Από την καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας.

Αυτή η τελευταία δεν προσδιορίζεται από την καταναλωτική ικανότητα γενικά (η οποία θεωρητικά είναι απεριόριστη) αλλά από την καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας πάνω στην ανταγωνιστική βάση που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, υπό το καθεστώς του οποίου η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι καταδικασμένη σε ένα κατώτατο όριο κατανάλωσης, μεταβλητό σε πολύ στενά όρια. Και αυτά τα όρια δυστυχώς δεν είναι δυνατό να τα αλλάξουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες της εργατικής τάξης, όσο παραμένουν μόνο συνδικαλιστικοί. Με τους απεργιακούς αγώνες (στοπ δεν πουλάμε άλλο την εργατική μας δύναμη σ’ αυτή την εξεφτελιστική τιμή) η εργατική τάξη ασκεί την δική της αστική (εμπορική) πολιτική. Προσπαθεί να πετύχει -όπως κάθε άλλος εμπορευματοκάτοχος- την καλύτερη δυνατόν τιμή για το δικό της εμπόρευμα που είναι η εργατική της δύναμη. Αλλά ότι και να κερδίσει είναι πάντα προσωρινό. Οι καπιταλιστές έχουν χίλιους τρόπους να της πάρουν πίσω ό,τι κέρδισε, πρώτα απ’ όλα αυξάνοντας τις τιμές του καταναλωτή. Φυσικά η απώλεια των κατακτήσεων θα προκαλέσει νέους εργατικούς αγώνες και η σύγκρουση συμφερόντων θα συνεχίζεται αδιάκοπα και υποχρεωτικά.

Τα όρια των μισθών είναι μεν ρευστά αλλά μέχρι ένα σημείο. Το κατώτερο επίπεδο έχει για όριο τις βιοτικές ανάγκες του εργάτη, ο οποίος πρέπει με τον μισθό του να ζει. Διαφορετικά θα προτιμούσε να αργοπεθαίνει τεμπελιάζοντας παρά δουλεύοντας. Το ανώτερο επίπεδο καθορίζεται από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές. Για να είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικοί και να μην καταλήξουν σε χρεοκοπία, κρατούν χαμηλά το κόστος παραγωγής, άρα όσο γίνεται χαμηλότερα και τους μισθούς.

Και εδώ ακριβώς, όπως θα εξηγήσουμε αναλυτικά παρακάτω βρίσκεται το μυστικό των κρίσεων. Με όποια μορφή και αν εκδηλώνονται, χρηματιστηριακή, εμπορική, τραπεζική, σε τελική ανάλυση πρόκειται πάντα για κρίσεις υπερπαραγωγής. Και με τον όρο υπερπαραγωγή δεν εννοούμε βέβαια ότι τα παραγόμενα αγαθά είναι αδύνατο να καταναλωθούν επειδή η κοινωνία έχει υπερκαλύψει τις ανάγκες της. Απλά η παραγωγή υπερβαίνει αυτά που μπορεί να αγοράσει ο πενιχρός μισθός του εργαζόμενου αλλά και οριοθετείται από τις ανισότητες μεταξύ των τομέων της καπιταλιστικής οικονομίας οι οποίες είναι συνέπεια της αναρχίας που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική αγορά και προκαλούν δραματική συμπίεση των μισθών καταλήγουν στο ξέσπασμα κρίσεων και στην πρόκληση μαζικής ανεργίας.

Η οικονομία διαιρείται σε δύο βασικούς τομείς στον τομέα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και τον τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής για όλους τους κλάδους. Βέβαια ο προσδιορισμός των ίδιων των τομέων δεν είναι απόλυτος. Το κάρβουνο για παράδειγμα, μπορεί να είναι μέσο παραγωγής όταν χρησιμοποιείται για την παραγωγή π.χ. ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και καταναλωτικό αγαθό όταν το καίει κανείς στο τζάκι του. Το ίδιο ισχύει για το πετρέλαιο και για πολλά άλλα.

Ας τους σχηματοποιήσουμε όμως απόλυτα χάριν απλοποίησης. Έχουμε πει ότι το σταθερό κεφάλαιο, μηχανήματα, πρώτες ύλες, βιομηχανικές εγκαταστάσεις περνάει τμηματικά, σαν αξία στο προϊόν, μαζί με την προστιθέμενη αξία και υπεραξία που παράγει ο εργάτης, κατά την παραγωγική διαδικασία.

Υποθέτουμε και πάλι για λόγους απλοποίησης, ότι μέσα σε ένα έτος ολόκληρο το σταθερό κεφάλαιο, και στους δύο τομείς, δηλαδή στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και στην παραγωγή μέσων παραγωγής, μαζί με την παραχθείσα αξία και υπεραξία (=το κέρδος) πέρασε στα προϊόντα. Ο πρώτος τομέας πρέπει να κρατήσει ένα μέρος από τα καταναλωτικά αγαθά που παρήγαγε για αναπλήρωση του δικού του μεταβλητού κεφαλαίου. Η αξία αυτού του μέρους είναι ίση με το ύψος των μισθών.

Πόση αξία όμως καταναλωτικών αγαθών μπορεί να απορροφήσει ο δεύτερος τομέας, ο τομέας που παράγει μέσα παραγωγής; Φυσικά ίση με την αξία του μεταβλητού του κεφαλαίου, δηλ. ίση με το ύψος των μισθών του εργατικού του προσωπικού. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι υπάρχει ισόρροπη σχέση ανάμεσα στους δύο τομείς, όταν η αξία του σταθερού κεφαλαίου συν το μεταβλητό (μισθοί), συν υπεραξία (= κέρδος, ίδιο μέγεθος με την υπεραξία, μόνο που υπολογίζεται ως ποσοστό επί του κεφαλαίου που επένδυσε ο καπιταλιστής και όχι σαν ποσοστό επί της αξίας ) στον τομέα καταναλωτικά αγαθά, είναι ίση με την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου (δηλαδή με τους μισθούς) στον τομέα μέσων παραγωγής. Αν υπερβαίνουν τους μισθούς πάει να πει ότι πλεονάζουν και είναι καταδικασμένα να καταστραφούν.

Ας πάρουμε ένα αριθμητικό παράδειγμα για να γίνει αυτός ο συσχετισμός καλύτερα κατανοητός. Υποθέτουμε ότι το κεφάλαιο στο τομέα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών είναι 160 εκατ. δραχμές (η ευρώ αν προτιμάτε). Τα 100 εκατ. είναι σταθερό κεφάλαιο, τα 60 εκατ. μεταβλητό. Ολοκληρώθηκε η παραγωγή και έδωσε υπεραξία 40 εκατ. δρχ. Η αξία των αγαθών που παράχτηκαν συνάγεται από το άθροισμα: σταθερό 100+μεταβλητό 60+υπεραξία 40 εκατ. δρχ. Αυτή η αξία καταναλωτικών αγαθών θα απορροφηθεί από τον τομέα «μέσα παραγωγής». Όταν θα συμβεί αυτό, το συνολικό κεφάλαιο του τομέα θα είναι 200 εκατ. αντί 160 που ήταν πριν˙ και το σταθερό 140 αντί 100 που ήταν προηγούμενα. Για να είναι όμως δυνατό αξία 140 εκατ. που προέκυψε από τα καταναλωτικά αγαθά να μεταβληθεί σε μηχανήματα, ανταλλακτικά, γενικά σε σταθερό κεφάλαιο πρέπει το μεταβλητό κεφάλαιο (μεροκάματα) του δεύτερου τομέα δηλ. στον κλάδο μέσα παραγωγής να είναι επίσης 140 εκατ.

Ο δεύτερος τομέας υποθέτουμε ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα πέρασε ολόκληρο το σταθερό του κεφάλαιο στα προϊόντα του. Το συνολικό του κεφάλαιο ήταν 640 εκατ. δρχ. Σταθερό 500 εκατ. και μεταβλητό 140 εκ. Υπεραξία 80 εκατ. Η αξία του συνολικού προϊόντος θα είναι 500 σταθερό + 140 μεταβλητό + 80 υπεραξία = 720 εκατ. Απ’ αυτό το ποσόν τα 500 εκατ. θα αντικαταστήσουν το φθαρμένο σταθερό: 720 - 500 = 220 εκατ. υπόλοιπο. Τα 80 εκατ. ως σταθερό θα ενσωματωθούν στο αρχικό κεφάλαιο που γίνεται 580 εκατ. Μένουν 220 – 80 =140 εκατ. καταναλωτικών αγαθών, (μισθοί) για την αναπλήρωση του μεταβλητού στον τομέα μέσων παραγωγής.

Στο παράδειγμα μας, όμως, έχουμε χρησιμοποιήσει σταθερά ποσά. Στην πραγματικότητα το σταθερό κεφάλαιο, το μεταβλητό και η υπεραξία είναι μεγέθη που βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση και μάλιστα με τρόπο ανεξέλεγκτο και άναρχο γιατί αυτή είναι η φύση της καπιταλιστικής αγοράς. Έτσι η πρακτική απουσία ισόρροπης ανάπτυξης αυτών των δύο τομέων γίνεται τροχοπέδη στην ανάπτυξη του καθενός ξεχωριστά.

Όπως δείξαμε, ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών αγαθών είναι αναγκασμένος να περιορίζεται σ’ ένα σταθερό κεφάλαιο που μαζί με την υπεραξία δεν πρέπει να υπερβαίνει την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου (τους μισθούς), στον τομέα των μέσων παραγωγής. Κι’ αυτό μόνο θεωρητικά γιατί στην πράξη είναι αδύνατο. Και επειδή είναι αδύνατο, οι έλληνες αγρότες υποχρεώνονταν παλιότερα, από την ΕΟΚ, να θάβουν μεγάλο μέρος της αγροτικής τους παραγωγής και μάλιστα συσκευασμένο! Σήμερα τους επιδοτούνε για να μη παράγουν περισσότερα από αυτά που ορίζει η Ε.Ε.! Η αύξηση της παραγωγικότητας αυξάνει το εργατικό υπερπληθυσμό και την υποκατανάλωση, αν και οι καταστροφικές της συνέπειες που γνώρισε η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα ωχριούν μπροστά στα προβλήματα που ανακύπτουν από την παγκοσμιοποίηση των αγορών, με την πρωτοφανή μεγιστοποίηση του χάσματος ανάμεσα στην υπερπροσφορά αγαθών απ’ την μια, την δίχως προηγούμενο ανεργία, την καθολική υποκατανάλωση, σε βαθμό γενικής εξαθλίωσης των μαζών, ζητήματα τα οποία θα μας απασχολήσουν αργότερα.

Εκτός από την διαρκή διατάραξη της ισορροπίας μπορεί να διαπιστωθεί ότι στο τέλος κάθε οικονομικού κύκλου επέρχεται ριζική ανατροπή της ισορροπίας. Στο παράδειγμα μας ξεκινήσαμε από μια υποθετική αρμονική σχέση ανάμεσα στους τομείς Καταναλωτικά Αγαθά και Μέσα Παραγωγής. Τα υπολειπόμενα καταναλωτικά αγαθά του πρώτου τομέα 140 εκατ. ήταν μέγεθος ίσο με το μεταβλητό του δεύτερου τομέα και έτσι απορροφήθηκαν από αυτόν. Αρχικά ας παρουσιάσουμε για ευκολία ολογράφως τις συντετμημένες λέξεις για διευκόλυνση του αναγνώστη:
Στον επόμενο όμως οικονομικό κύκλο, μετά την επισώρευση της υπεραξίας τα κεφάλαια, με ορισμένες απλοποιήσεις, διαμορφώνονται περίπου έτσι:
Κεφ.= Κεφάλαιο / Κατ. Αγ. = Καταναλωτικά Αγαθά / Σταθ. = Σταθερό / Μετ. = Μεταβλητό / Υπέρ. = Υπεραξία. --/-- Μεσ. Παρ. = Μέσα Παραγωγής

Κεφ. Κατ. Αγ.=200 Σταθ.140 + Μετ.60 + Υπερ.40, σύνολο 240 εκατ.
Κεφ. Μεσ. Παρ.=720 σταθ.580 + μετ.140 + υπερ.80

Εδώ, μετά την αφαίρεση των 60 εκατ. καταναλωτικών αγαθών για την αναπλήρωση του μεταβλητού κεφαλαίου στον πρώτο τομέα, περισσεύουν 180 εκατ. και όχι 140 εκατ. όπως στον προηγούμενο κύκλο. Έτσι όμως έχουμε, σε σχέση με το μεταβλητό του δεύτερου τομέα, πλεόνασμα 40 εκ. καταναλωτικά αγαθά (180-140 = 40 υπόλοιπο), με άλλα λόγια 40 εκατομμύρια υπερπαραγωγή. Και τα παραδείγματα που χρησιμοποιούμε είναι συμβολικά για να φανεί η διαφορά. Όταν δεν πρόκειται για 40 εκατομμύρια δραχμές αλλά για 40 τρισεκατομμύρια ευρώ, η παγκόσμια οικονομία θα αντιμετωπίσει μαζικές χρεοκοπίες και εκατοντάδες εκατομμύρια ανέργους σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Πάνω σ’ αυτή την αναπόφευκτη και ριζική ανατροπή των αναλογιών σπάει το κεφάλι της η αστική οικονομολογία αναζητώντας μάταια μια λύση. Τα πλεονάσματα ως καταναλωτικά αγαθά ή ως μέσα παραγωγής δεν έχει νόημα να συσσωρευτούν πάνω στον ήδη συσσωρευμένο πλούτο των κεφαλαιοκρατών. Δεν μπορείς να αγοράσεις μετοχές ενός μεταλλείου ή μιας ζυθοποιίας προσφέροντας πλεοναστικά… σπαρματσέτα. Η λύση που προτάθηκε στην προπολεμική κρίση προκειμένου να απορροφηθούν τα πλεονάσματα ήταν η παροχή καταναλωτικής ικανότητας* των πλατιών μαζών που σχημάτιζαν στρατιές ανέργων.

Ας θεωρήσουμε ότι η ζήτηση της αγοράς είναι σταθερή, όπως λίγο πολύ αυτό συμβαίνει, ενώ η καπιταλιστική παραγωγή έχει θέσει σε κίνηση όλη την διαθέσιμη εργατική της δύναμη, με σταθερή εργάσιμη ημέρα και σταθερό βαθμό εκμετάλλευσης. Κάτω από αυτές τις προûποθέσεις, το ποσοστό του κέρδους μοιραία πέφτει επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας λόγω του ανταγωνισμού και της συνεχούς βελτίωσης των παραγωγικών μέσων συνεχώς αυξάνει. Επομένως ο ίδιος όγκος αγαθών δεν μπορεί παρά να εικονίζει όλο και λιγότερη υπεραξία (κέρδος). Και επειδή είναι τα μικρά κεφάλαια που έχουν την χαμηλότερη παραγωγικότητα, αυτά πουλούν τα προϊόντα τους με το λιγότερο κέρδος ή και κάτω από το κόστος. Σε συνθήκες κρίσης τα μικρά κεφάλαια αντιμετωπίζουν αυξανόμενη ανταγωνιστική πίεση και καταστρέφονται μαζικά. Αυτό το βλέπουμε εδώ και μερικά χρόνια να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Το αποτέλεσμα είναι να χρεοκοπούν, να απορροφώνται από τα μεγαλύτερα κεφάλαια και έτσι να σχηματίζονται τα μονοπώλια, τα τραστ, οι πολυεθνικές εταιρίες, τα Καρτέλ. Ταυτόχρονα αυξάνεται η ανεργία. Οι άνεργοι με την σειρά τους δεν αγοράζουν, η κρίση στην αγορά οξύνεται, η ζήτηση αγαθών περιορίζεται και μ’ αυτόν τον τρόπο οι συνέπειες της κρίσης γιγαντώνονται ραγδαία σα χιονοστιβάδα.

Το 19ο και τον 20ο αιώνα ο καπιταλισμός αντιμετώπιζε τις κρίσεις του με την επέκταση του στις αποικίες, εξάγοντας το πλεοναστικό προσωπικό, εκμεταλλευόμενος ως δούλους αποικιακούς πληθυσμούς, ληστεύοντας τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους. Η μεγάλη γερμανίδα επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ μας δείχνει ότι ο καπιταλισμός υποχρεώνεται από τα αδιέξοδα που κάθε τόσο αντιμετωπίζει, καθώς ξεπέφτει από κρίση σε κρίση να αναζητήσει διέξοδο για τα πλεοναστικά του κεφάλαια και το προσωπικό σε αποικίες, στην υποδούλωση των καθυστερημένων περιοχών του πλανήτη, στην κτηνώδη εκμετάλλευση του πληθυσμού τους. Ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν ένας τυχοδιωκτισμός, μια ασθένεια του καπιταλισμού αλλά μια οργανική ανάγκη για την παράταση της ύπαρξης του.

Η Λούξεμπουργκ (αν και κατηγορήθηκε γι' αυτό) ποτέ δεν είπε ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει χωρίς αντίσταση. Συγκεντρώνοντας όμως την ιδιοκτησία σε όλο και λιγότερα χέρια, αν η ιδιοκτησία κοινωνικοποιούνταν στα χέρια μιας μικρής πολυεθνικής ομάδας θα είχε αντικοινωνικό χαρακτήρα και θα ένωνε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις και κοινωνικές ομάδες προκαλώντας μια απεγνωσμένη εξέγερση όλων εναντίον της. Όσο προχωράει η διαδικασία της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στην κατεύθυνση ενός και μόνο Καρτέλ τόσο θα συρρικνώνεται η κοινωνική βάση του καπιταλισμού και πλησιάζει η στιγμή του αφανισμού αυτής της χούφτας των παρανοϊκών που κάνουν εγκληματικά σχέδια να επικρατήσουν αυτοί οι επίδοξοι δουλοκτήτες επάνω σε ολόκληρη την ανθρωπότητα την οποία δεν κρύβουν ότι σχεδιάζουν να την αφανίσουν χωρίς να σκέπτονται πόσο πιο εύκολος είναι και πόσο συντομότερα θα πλησιάσει ο δικός τους αφανισμός.

________________________________________________________________

*Αυτή ήταν «υποτίθεται» η περιβόητη Κεûνσιανή πολιτική την επανάληψη της οποίας προτείνουν σήμερα μερικοί ως σανίδα σωτηρίας. Και λέω «υποτίθεται» διότι ο Κέûνς δεν πρότεινε τίποτε περισσότερο από την γνωστή σήμερα επιδότηση των ανέργων. Την λύση, την προσωρινή βέβαια, την έδωσε ο Ρούσβελτ με το Νιου Ντηλ, με προγράμματα έργων χάρη στα οποία απορροφήθηκε ένα σημαντικό μέρος των ανέργων αλλά και ανέκαμψε σημαντικά η αγορά. Πέθανε το 1945 μετά τον πόλεμο από εγκεφαλική αιμορραγία λόγω της πολιομυελίτιδας. Πάντως τα μέτρα που πήρε ήταν για την εποχή του αποτελεσματικά. Οι ΗΠΑ προπολεμικά είχαν στην διάθεση τους αμύθητα πλούτη, συγκεντρωμένα από τα τοκογλυφικά δάνεια που παρείχαν στην κατεστραμμένη, από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Ευρώπη. Αν και ο Ρούσβελτ δεν περιορίστηκε σ’ αυτά. Πήρε μέτρα που κατατρόμαξαν μερικούς αμερικάνους καπιταλιστές.

Το «New Deal» ήταν ένα πρόγραμμα εξόδου από την κρίση βασισμένο σε μέτρα θαρραλέων οικονομικών καινοτομιών. Μεταφραζόταν σε παροχή βοήθειας στους αγρότες και αύξηση της τιμής των προϊόντων τους, ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγής από το κράτος, αστυνομικά μέτρα κατά των κερδοσκόπων μεγαλοεπιχειρηματιών, δραστική περικοπή της δημόσιας σπατάλης, νομοσχέδια για την προστασία συνδικαλιστών και συλλογικών συμβάσεων, ενθάρρυνση της μετεγκατάστασης των ανέργων σε αγροτικές περιοχές μέτρα ανακούφισης για τα ενυπόθηκα δάνεια των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.

Τον Μάρτιο του 1933, 60 εκατομμύρια Αμερικανοί άκουσαν από τα ραδιόφωνα τους τον Ρούσβελτ να τους λέει: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι ασφαλέστερο να κρατήσετε τα χρήματά σας κάτω από το στρώμα σας παρά να τα πάτε ξανά στις τράπεζες»!

Λίγο αργότερα οι τράπεζες που θεωρήθηκαν φερέγγυες είχαν τη δυνατότητα να ανοίξουν και πάλι, αλλά κάτω από κρατικό έλεγχο.

Οι πλούσιοι επιχειρηματίες πίσω από το American Liberty League υποστήριξαν ότι με την αύξηση της φορολογίας και την ενθάρρυνση της ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος, ο Ρούσβελτ είχε προδώσει την τάξη του!..


ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Αναχαίτιση της πτωτικής τάσης
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
Επισκόπηση όλων των Δημοσιεύσεων που έγιναν πριν από:   
Δημοσίευση νέας  Θ.Ενότητας   Αυτή η Θ.Ενότητα έχει κλειδώσει, δεν μπορείτε να απαντήσετε ή να τροποποιήσετε συζήτηση σ' αυτή    patari.org Αρχική σελίδα -> Πολιτική συζήτηση Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες
Σελίδα 1 από 1

 
Μετάβαση στη:  
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης


Powered by phpBB © 2001, 2005 phpBB Group
Hellenic (Greek) by Alex Xenias - Διορθώσεις:Αλφόνσος Πάγκας