Επισκέπτης
|
Δημοσιεύθηκε: Σαβ Αύγ 03, 2024 3:20 am Θέμα δημοσίευσης: Ρομαντοποίηση της φτώχειας |
|
|
Διαβάζοντας αναφορικά με το πως νοηματοδοτούνται σήμερα οι διακοπές από το lifestyle της εποχής και τα social media, συνοψίζει τον ορισμό της έννοιας, όπως αυτός περιγράφεται στο διαδίκτυο: «Ο όρος έχει και σελίδα στη Wikipedia. Εκεί διαβάζουμε πως πρόκειται για μια περίοδο «κατά την οποία ένα άτομο ή μια οικογένεια μένει στο σπίτι του και συμμετέχει σε δραστηριότητες αναψυχής σε απόσταση μιας ημέρας από το σπίτι του και δεν απαιτεί διανυκτέρευση.
Όρος που αναφέρεται όλο και περισσότερο στον εγχώριο τουρισμό: διακοπές στη χώρα, σε αντίθεση με ταξίδια στο εξωτερικό». Επίσης, «οι συνήθεις δραστηριότητες ενός staycation περιλαμβάνουν τη χρήση της πισίνας, επισκέψεις σε τοπικά πάρκα και μουσεία, και συμμετοχή σε τοπικά φεστιβάλ και πάρκα αναψυχής». Σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα που κυκλοφορούν σχετικά με το θέμα, υποτίθεται πως πρέπει κανείς να φέρει τις διακοπές…στο σπίτι του, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.»
Να λοιπόν μια άλλη διαδικασία της εκπαίδευσης της σκέψης μας από τις μόδες της εποχής. Ως μια ρομαντοποίησης της φτώχειας: Όλες αυτές οι «χαριτωμενιές» που ρομαντικοποιούν την φτώχεια και την ανέχεια, δεν αποτελούν λύση, αλλά έναν εμπαιγμό για τους ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν.
Ετσι απο χαριτωμένο τραγούδι του Βαγγέλη Γερμανού (1989) «Θάλασσα γυαλί στα μέρη του Μπαλί» με την έναρξης της οικονομικής κρίσης (2007) περάσαμε στο «Θωμά είσαι σπίτι, γιατί σε παίρνω και μιλάει, αν τελικά θα πάμε στη Χαβάη πάρε κι εσύ λεφτά απ’ το σπίτι» που τραγουδήθηκε από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη.
Αλλά με την μεταμνημονιακή, πανδημιόπληκτη Ελλάδα, «Μείναμε Σπίτι. Μείναμε Ασφαλείς», για να φτάσουμε σήμερα στη νεοφτωχομπινεδιάρικη Ψωροκώσταινα να συζητάμε για το λαϊφσταϊλάτο staycation.
Και επί της ουσίας το staycation δεν αφορά καθόλου τον αποκλεισμό κάποιων ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων από την εξωραϊσμένη εκδοχή του ελληνικού καλοκαιριού, όπως την οραματίζονταν οι Ευρωπαίοι «προσκυνητές» – και όχι απλοί τουρίστες – άλλων εποχών, που εμπνέονταν από συγγραφείς όπως ο Jacques Lacarriere και το περίφημο βιβλίο του με τίτλο «Το ελληνικό καλοκαίρι». Αυτό χάθηκε, μαζί με την εμπορευματοποίηση του «μπλε που ξόδεψε ο Θεός για να μην τον βλέπουμε», όπως έλεγε ο Ελύτης. Αίναι εν μέρει το τίμημα αυτής της εμπορευματοποίησης του «περίφημου» τουριστικού προϊόντος μας, που συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «sea, sex and sun» στο οποίο για τους «κουλτουριάρηδες» προστίθετο λίγη σάλτσα αρχαιότητας και ιστορίας.
Διότι, όταν τα πάντα, ξεπουλάς τα πάντα και καταναλώνεις τα πάντα, θα πρέπει να έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου πως κάποια στιγμή το εμπόρευμα που εσύ δημιούργησες ευτελίζοντας τον πολιτισμό, την ιστορία και το φυσικό πλούτο σου κάποια στιγμή δεν θα έχεις την οικονομική δυνατότητα ούτε καν εσύ ο ίδιος (ή τα παιδιά σου) να το αγοράσεις.
Όπως επίσης θα πρέπει να αναμένεις πως θα βρεθούν ανταγωνιστές να αξιοποιήσουν τα τουριστικά προσόντα που έχουν και ομοιάζουν με τα δικά σου (δες Τουρκία, Μάλτα κλπ.). Γιατί πριν φτάσουμε στο staycation είχε ήδη μετατραπεί σε μυκονιάτικο beach bar τύπου «super paradise» «το περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι», όπου «διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό». (Σεφέρης, «Άρνηση»). Τώρα βρίσκεις όχι μόνο παγωμένο νερό, αλλά και cocktail και finger food και milk shake και ότι τραβάει η ψυχή σου.
Ήδη κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γ. Παπαμιχαήλ έγραφε σε ένα άρθρο του με τίτλο «ο Ζορμπάς πέθανε», πως η μαζικοποίηση του τουρισμού θα οδηγούσε ντετερμινιστικά στην παρακμή του. Όπως σημείωνε τη δεκαετία του ’70 - στα τέλη, εκεί που «η μεταπολίτευση αποκατέστησε τη δημοκρατία…» (sic) αλλα η χούντα δεν τελείωσε το 73 - o EOT χρησιμοποιούσε ως διαφημιστικό σποτ στην Γαλλία την φράση «Η Ελλάδα σας ανήκει» για να προσελκύσει τους τουρίστες της εποχής. Προφητικό σύνθημα πολλαπλώς, θα σημειώναμε, μιας που, από την μεταπολίτευση έως και το μνημονιακό σήμερα, η Ελλάδα, όλο και περισσότερο, ανήκει σε άλλους και όχι στους Έλληνες…
Δεν είναι μόνο μια υπόθεση ρομαντικοποίησης της φτώχειας, όπως πως αναφέρουν αλλά μια απόπειρα να μας πείσουν πως «ότι δεν μπορείς να αποφύγεις απόλαυσε το», πως δεν είναι μόνο μια προσπάθεια «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι», να «διακοπάρουμε» (!) εντός της κατοικιδιοποιημένης συνθήκης μας, αλλά περισσότερο και πάνω από όλα πρόκειται για ένα εγχείρημα λαϊφσταϊλοποίησης (για να τολμήσουμε κι εμείς έναν νεολογισμό) της οικονομικής στενότητας, παράλληλα με την εμπορευματοποίηση των νοοτροπιών και των συνειδήσεων σε διαταξικό επίπεδο.
Με άλλα λόγια, πολύ ρετρό η φράση: «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»:
Φράση που μας βυθίζει την δουλοφροσύνη και της μιζέρια της αριστεράς, που μέχρι σήμερα το τραγουδάει αντί της επαναστατικής φάσης εμείς δεν μπορούμε να ''ζήσουμε φτωχοί και μια μίζερη ζωή''.
|
|